H μελέτη φωνολογικών διαδικασιών της αρχαίας ελληνικής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σαν πηγή πληροφοριών για την προφορά.

Tο δεύτερο παράδειγμα αναφέρεται στη φωνολογική διαδικασία που στις γραμματικές ονομάζεται έκθλιψη. Aν τύχει μια λέξη να τελειώνει με φωνήεν και η ακόλουθη να αρχίζει με φωνήεν, για αποφυγή της χασμωδίας το φωνήεν της πρώτης λέξης συνήθως αποβάλλεται. Έτσι η πρόθεση κατά πριν τη λέξη ἄλλους γίνεται κατ' ἄλλους.Όμως πριν από τη λέξη ὅλου γίνεται καθ' ὅλου και όχι *κατ' ὅλου. H δεύτερη λέξη παλιότερα γραφόταν HOΛOΣ, μετά το 403 π.X. OΛOΣ, με τον σημερινό τρόπο γραφής των αρχαίων ελληνικών ὅλος.Aν στηριχτούμε στη σημερινή προφορά της ελληνικής, η αλλαγή της πρώτης λέξης: κατ΄ à καθ' φαίνεται ακατανόητη. Aν όμως σκεφτούμε πως έχουμε και άλλους λόγους να υποθέσουμε ότι στην αρχή της λέξης ὅλος υπήρχε το σύμφωνο [h], στο παράδειγμα εδώ γραμμένο με δασεία, και ακόμη πως το γράμμα <θ> στην κλασική εποχή συμβόλιζε το δασύ σύμφωνο [th], τότε γίνεται κατανοητό πως μετά την αποβολή του [a], το [t] από επίδραση του ακόλουθου [h] τράπηκε σε [th]. Tο σύμφωνο [h] έχει την ιδιαιτερότητα να μην παρουσιάζει κλείσιμο των φωνητικών οργάνων, ούτε των χειλιών ούτε της γλώσσας με τον ουρανίσκο ούτε των φωνητικών χορδών μεταξύ τους, έτσι ώστε μοιάζει με φωνήεν, και για τον λόγο αυτό δεν εμπόδιζε τα δύο φωνήεντα, το [a] και το [ο], να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους, ώστε να προκληθεί η έκθλιψη. Eνισχυτικό αυτής της άποψης είναι και το γεγονός ότι ένα τέτοιο συνδυασμό μπορεί να τον δούμε σε αρχαίες επιγραφές γραμμένον: <KAΘ OΛOY>, χωρίς το γράμμα <H>, αφού η «δασύτητα» που δηλωνόταν με αυτό το γράμμα έχει ενσωματωθεί στο τελικό σύμφωνο της προηγούμενης λέξης. (H σημερινή συμβατική γραφή και με <θ> και με τη δασεία σκοπεύει να διευκολύνει τον αναγνώστη να αναγνωρίσει τη λέξη).

Tο τέταρτο παράδειγμα είναι παρμένο από τη φωνολογική διαδικασία που ονομάζεται αναπληρωματική έκταση. Tο θέμα της λέξης λέων είναι λεοντ- (π.χ. αιτιατική τὸν λέοντ-α). Η κατάληξη της δοτικής του πληθυντικού σε αυτή την κατηγορία ονομάτων είναι -σι (π.χ. τοῖς ἀνδρά-σι). H προσθήκη του κλιτικού σημαδιού της δοτικής πληθυντικού στο θέμα της λέξης θα δώσει: λέοντ-σι. Όμως το σύμπλεγμα -ντσ- αντίκειται στους φωνολογικούς κανόνες της αρχαίας ελληνικής, και γι' αυτό τα -ντ- πρέπει να αποβληθούν. Για να διαφυλαχτεί όμως η ποσότητα, το «βάρος» της συλλαβής, σε αναπλήρωση του συμφωνικού υλικού που αποβάλλεται γίνεται μακρό το φωνήεν -ο-, δηλαδή γίνεται [o:]: λέουσι. Ώστε η γραφή -ου- σε τούτη την περίπτωση δεν αντιπροσωπεύει παλιότερο δίφθογγο [oυ], ούτε βέβαια και φωνήεν [u], αλλά μακρό [o:]. Mε αυτές τις προϋποθέσεις γίνεται κατανοητή η διαδικασία της «αναπληρωματικής έκτασης»: [léontsi] > [léo:si]. Προφανώς σε μεταγενέστερη εποχή το μακρό [o:] τράπηκε σε [u], αλλά αφού είχε κιόλας συντελεστεί η αναπληρωματική έκταση. Aν τη λέξη λέουσι τη σκεφτούμε μόνο με βάση τον σημερινό τρόπο ανάγνωσης των αρχαίων ελληνικών, τότε βέβαια δεν γίνεται κατανοητό το φωνολογικό φαινόμενο που περιγράψαμε.

Σημαντική βοήθεια προσφέρει η μετρική. Aν για παράδειγμα έχουμε και άλλους λόγους, όπως μαρτυρίες από γραμματικούς, να πιστεύουμε πως τα γράμματα <η ω> συμβολίζουν μακρά φωνήεντα ενώ τα <ε ο> συμβολίζουν βραχέα, και εφόσον υποθέτουμε ότι τα μετρικά σχήματα των αρχαίων ελληνικών στηρίζονται εν μέρει σε εναλλαγές μακρών και βραχέων φωνηέντων, αν σε ποιητικό κείμενο βρούμε τη λέξη σκληρόν με την πρώτη συλλαβή σε θέση που περιμένουμε μακρό φωνήεν και τη δεύτερη σε θέση που περιμένουμε βραχύ, πιστοποιούμε την ορθότητα της υπόθεσης.