ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Διάλεκτος 

Μαρία Κακριδή-Φερράρι (2007) 

Τέτοιου είδους διαφοροποιήσεις βλέπουμε στα δείγματα διαλεκτικών κειμένων που παρατίθενται παρακάτω: πρώτα αυτό από την αρχαία βοιωτική (δηλαδή αιολική) διάλεκτο και, κατόπιν, αυτά που προέρχονται από ορισμένες ιδιωματικές μορφές της νέας ελληνικής (Κρήτης, Τσακωνιάς, Νάουσας), τα οποία ακολουθούν τη συζήτηση του Τριανταφυλλίδη για το θέμα των γλωσσικών επιπέδων διαφοροποίησης.

Ἐπειδεὶ νόμος ἐστὶ ἐν τοῖ κοι|νοῖ Bοιωτῶν | τὸν πόλεμον, κὴ Σώστρατος φιλο|τίμως ἐπιμεμέλειτη τῶν τε παίδων | κὴ τῶν νεανίσκων, ὑπαρχέμεν Σωσ|τράτοι το Fέργον πὰρ τᾶς πόλιος ἅως|20 κα τὰς πόλις παρεχέμεν | διδασκάλως οἵτινες διδάξονθι | τώς τε παῖδας κὴ τὼς νιανίσκως | τοξευέμεν κὴ ἀκοντιδδέμεν |15 κὴ τάδδεσθη συντάξις τὰς περὶ βείλειτη, ἐπιμελομένοι τῶν τε παί|δων κὴ τῶν νεανίσκων κὴ διδάσκον|τι καθὰ ὁ νόμος κέλετη· μισθὸν δ' εἶ|μεν αὐτοῖ τῶ ἐνιαυτῶ πέτταρας | μνᾶς.

Επειδή υπάρχει νόμος στην ομοσπονδία των Βοιωτών οι πόλεις να παρέχουν δασκάλους που θα διδάσκουν τα παιδιά και τους νέους να τοξεύουν και να ακοντίζουν και να σχηματίζουν παρατάξεις μάχης και επειδή ο Σώστρατος έχει επιμεληθεί φιλότιμα τα παιδιά και τους νέους, η πόλη αναθέτει στον Σώστρατο αυτό το έργο για όσο καιρό αυτός θέλει, να έχει την επιμέλεια των παιδιών και των νέων και να τους διδάσκει όπως ορίζει ο νόμος. O μισθός του θα είναι τέσσερις μνες τον χρόνο.

(Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, 349. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].)

Αναλυτικώτερα εξετασμένη η ιδιωματική ποικιλία της γλώσσας μας παρουσιάζει την ακόλουθη εικόνα:

Α) Οι περισσότερες παραλλαγές είναι αναμφισβήτητα λεξιλογικές. Στην περίπτωση αυτή συνηθίζονται κατά τους διάφορους τόπους:

α) Η ίδια λέξη με διαφορετική σημασία. Έτσι λ.χ. στην Κρήτη το ζυγώνω σημαίνει πλησιάζω, κυνηγώ. Το κανάτι έχει κατά τόπους ποικίλες σημασίες, το ανήμερα, που σημαίνει συνήθως την ίδια μέρα, ανήμερα του Αιγιαννιού, σημαίνει σε μερικά μέρη την παραμονή, αλλού τη μέρα ύστερ' από μια γιορτή, ο Τρυγητής, ο μήνας του τρύγου, ο Σεπτέμβριος, τυχαίνει να συμπέφτη, σε τόπους με διαφορετικούς κλιματολογικούς όρους, με άλλο μήνα.
Οι σημασιολογικές αυτές διαφορές κάνουν ιδίως εντύπωση σε όσους μετοικούν από ένα τόπο σε άλλο, μάλιστα μακρινό, έτσι λ.χ. σ' έναν Πολίτη που πηγαίνει στην Κέρκυρα.

β) Διαφορετικοί τύποι φωνητικοί της ίδιας λέξης. Σπάνια βρίσκεται η διαφορά στον τονισμό: στρογγυλός - στρόγγυλος. Συνήθως έχομε τη διαφορά στους φθόγγους και οι ιδιωματισμοί του είδους αυτού είναι συχνότατοι.
Έτσι λέγουν: αβγό, αβκόν Κύπρ., ωβό Σινασ., ωβόν Χαλδ., ωβγόν Τραπ., ωβγό Φερτάκ., ωγβό Οφ. - βλέπω, γλέπω (συχνότατο), γλιέπω, λέπω, δλέπω, ελέπω (Πόντ.) -γρήγορα, γλήγορα, αγλήγορα, ογλήγορα, ογρήγορα, ολήορα - γλίτσα, γκλίτσα, άγκλίτσα, αγκουλίτσα - δρωτήλα δρωτσήλα, ιδρώτσηλας, ιδρωτήρι, ιδρωτσήλι - δρωτάριν, ιρδωτήρα, ιδρωτούρα - βρωτήρα, βρωτήρι, βρωτίδα, βρωτία - αδράχτι, ανδράχτι, αδράχτι, αρθάχτι, δράχτι, αδράκι, αρτάχτιν, αράστι - αγράχτιν, αγράττι, αγράχστι, αράχτι, αράφτι, ράφτι, αργάχτι - αγδάρτι, αγδάρκι, αργάρτι, άχτρι κτλ. - ιτιά, ιτέα, ιτεά, τιά - ετέα, ετέ, ετία, εττία, ετιά, εθέα, ατέα, ατιά, αδία, διά - ουτέα, ουτιά - νοτιά - ιτέν, ιτένι, νιτέα, νετέα, νετία.
Φυσικό είναι η φωνητική αυτή πολυτυπία να μεγαλώνη με τα γενικά φωνητικά χαρακτηριστικά των ιδιωμάτων. Έτσι το βλέπω λέγεται και βλέπου, γλέπου, το δαχτυλίδι: δαχτυλίδ, δαχτλίδ, δαχτυλί, το αποπάνω: απουπάνου, αοπάνου, αφπάν, αχπάν(ου), απάου, πάου κτλ.
Κάποτε συνηθίζεται η ίδια λέξη αλλά με διαφορετικό γένος. Τέτοια είναι τα ιδιωματικά ο βούτυρος, ο λείψανος, ο τίλιος, ο φάβας, η φράχτη - το φράχτι.

γ) διαφορετικές λέξεις για την ίδια έννοια. Αυτό συνήθως γίνεται όχι στις λεγόμενες "λέξεις πολιτισμού" τις πολυμεταχείριστες στην επικοινωνία μεταξύ γειτονικών χωριών και επαρχιών (λ.χ. αλεύρι, ουρανός, άνθρωπος, νερό, άστρο) αλλά σε άλλες, όσο μάλιστα είναι σπανιώτερες οι περιστάσεις που λέγονται έξω από την καθημερινή τοπική ζωή (τα κοκκινογούλια: παντζάρια, γογγύλια, σεύκλα, σέσκουλα, σεύκουλα). Έτσι οι λέξεις για το λόξιγκα, τον οισοφάγο, την τραχεία, τη σαύρα, το ξέφωτο του δάσους (γαλλ. clairière, γερμ. Lichtung), το σκιάχτρο, τα κουταλάκια, που παίζουν τα παιδιά ρίχνοντας πλακωτές πέτρες στη θάλασσα για ν' αναπηδήσουν, τον τρόπο που φοριέται το σακάκι άμα το ρίχνωμε στον ώμο χωρίς να περάσωμε τα μανίκια κτλ. Συστηματική γλωσσογεωγραφική έρευνα δείχνει σε λέξεις τέτοιου είδους μεγάλη ιδιωματική ποικιλία (Σ12).

δ) Διαφορετικές παραγωγικές καταλήξεις. Έτσι λ.χ. για τα υποκοριστικά στη θέση του -άκι συνηθίζουν κατά τόπους του -ούδι, γατούδι (Θράκη, Μακεδον., Κύπρ.), -έλι, γατέλι (Μυτιλ., Αιβαλί). Για τα οικογενειακά το -πουλος, Δημητρόπουλος, Παπαδόπουλος (Πελοπ. αλλά και βόρ. Ελλάδα), -άκης, Κοκκινάκης, Παπαδάκης (Κρήτη), -έας, Δημητρέας, Ασπρέας (Μάνη), -άτος, Δημητράτος, Παπαδάτος (Κεφαλ.), -ούδης, Φραγκούδης, Σπανούδης, -έλης, Δημητρέλης, -ούσης, Παγιδούσης (Χίος), -άντης, Υψηλάντης, Χαριτάντης (Πόντος), -ογλου -όγλου (ιδίως Μικρασία).

Οι λεξιλογικές διαφορές είναι που κάνουν συνήθως τη μεγαλύτερη εντύπωση στους γείτονες των ομογλώσσων που τις μεταχειρίζονται, και δίνουν συχνά αφορμή να ονομάζωνται περιγελαστικά με κάποιο χαρακτηριστικό παρατσούκλι. Έτσι ονομάστηκαν από τους βόρειους Έλληνες οι Παλαιοελλαδίτες Χαματζήδες, επειδή συνηθίζουν το χάμω, για ότι λέγουν στη βόρ. Ελλάδα καταγής. Οι Πόντιοι πρόσφυγες στη Μακεδονία ή αλλού ονομάστηκαν από τους συνοίκους ή τους γείτονές τους Αούτηδες, επειδή μεταχειρίζονται στη θέση της δειχτικής αντωνυμίας αυτός, τούτος, το αούτος, αούτον. Οι βουνίσιοι κάτοικοι των Αγράφων ονομάστηκαν από τους καμπίσιους Θεσσαλούς Κιόηδες, για την προτίμησή τους του συνδέσμου κιό, "κιό θα πάμε στα πράματα σήμερα", που συνηθίζεται και στην Ευρυτανία. Οι κάτοικοι του χωριού Κακολύρι (Ταξιάρχες) κοντά στην Κύμη λέγονται από τους γείτονές τους Κατσουναίοι, επειδή συνήθίζουν το κάτσουνας αντί κατσούνι, για το πριονωτό μαχαιράκι, που μεταχειρίζονται στο πλέξιμο των καλαθιών. Έτσι, φαίνεται, ονομάζονταν στο 16ο αι. Τσοπέλοι οι Κρητικοί που προφέρουν και σήμερα αρνάτσι, τση γυναίκας, και συνηθίζουν το κόπελος, κοπέλι.

Οι φωνητικές ιδιορρυθμίες των ιδιωμάτων δίνουν αφορμή συχνά και σε διάφορα ανέκδοτα. Έτσι λ.χ. διηγούνται για έναν Πηλιορείτη, πως παίζοντας χαρτιά είπε τσέχ τσασέι (τς εχ' τς ασαίοι, δηλ. "τους έχει τους ασαίους") και για μια γυναίκα από τη Μακρινίτσα, που όταν τη ρώτησαν στο δικαστήριο: "Πως σε λεν;" είπε: "Λιέν". -"Πώς σέ λιέν;" - "Λιέν μί λιέν, σί λιέν" (Ελένη μέ λέν, σου λέν). Και η ακόλουθη στιχομυθία είναι πηλιορείτικη: "Πού είν' ι Γιώρς;" (ο Γιώργης) - "Αφπάν τς κήπι" (απάνω στους κήπους). - "Τί κάν';" - "Μαρέ, σφάζ τς πέτς (τους πετεινούς) αφπάν τς κήπι".

Το λεξιλόγιο είναι ωστόσο το λιγώτερο σημαντικό μέρος της γραμματικής μιας γλώσσας. Πολύ βασικώτερα είναι η φωνητική, το τυπικό και η σύνταξη.
Στη σύνταξη οι διαφορές κατά τόπους είναι συνήθως ασήμαντες (το σε λέγω, λέγω σου μνημονεύτηκαν παραπάνω). Στη φωνητική παρουσιάζονται βέβαια πολλές διαφορές, αλλά, αν εξαιρεθούν όσες γεννιούνται από γενικά φωνητικά γνωρίσματα των ιδιωμάτων, περιορίζονται και αυτές σημαντικά. Λίγες σχετικά είναι οι μορφολογικές πολυτυπίες, λιγώτερες στ' όνομα βασιλιάδες, βασιλέδες, βασιλιάδοι, βασιλέιδες, βασιλήδες, αφθονώτερες στο ρήμα, ιδίως στο γ΄ εν. πρόσ. του παθητικού παρατατικού και αορίστου -ενώ στ' όνομα ολόκληρα σχηματιστικά παραδείγματα παρουσιάζουν συχνά κατά τόπους ελάχιστες διαφορές (πβ. την κλίση του χαρά, οκά, λύπη, ουρανός, παππούς, ξύλο, παιδί).

Κρητικά

Η ορά του διαόλου. ― Μαθιουδάκη Γ., Λουλούδα, Κρητικά χρονογραφήματα. Χανιά 1936, σ. 51. ― Ένα από τα κρητικά νάκλια, σύντομες διηγήσεις χαρακτηριστικές, με ζωηρό διάλογο, όπου καθρεφτίζεται μαζί με κάποια μοιρολατρεία η πίστη στη ζωή.

"Γρικάς τα δά, Τριανταφυλλιά; Οι γυναίκες, λέει, θα πηγαίνουνε στη gάλπη σαν και τσ’ άντρες να ψηφίζουνε… Εχάθηκ’ η j αθρωπιά από το gόσμο τάξε… Ήθελα να κατέω ποιός την έκανε ετούτηνά τη bρόβα». «Νά τόνε κάμης ίντα;» «Νά του σύρω τ’αυχθιά dου». «Μή σκοτίζεσαι, μά κιαείς δε φταίει παρά του διαόλου το μιλέτι, οι γυναίκες. Εμείς ήμαστονέ απού βάνομε την ορά μας όπου κι αν είναι…». «Τη μύτη μας εδά να πής , γιατί ορά δεν έομε, ως κι άν είναι…». «Μά δέ gατέεις τη bαροιμία;» «Κάτσε να σου τη bω: Όντεν έπλασε ο Θεός τον Αδάμ εσκέφτηκε να πλάση και μια γυναίκα ―καλλιά και καλλιά ήτονε…, μωρέ κοπέλια, να μη μας έπλαθε». «Γιάντα bρέ;» «bέμπει το λοιπός ναμός, ως λένε τα χαρθιά, τον άγγελό dου, να πάη να βγάλη απού τον Αδάμ ένα bλευρό, να του το φέρη να πλάση μ’ευτό τη γυναίκα. Στη στράτα του συναπαντά ο Σεϊτάνης». «Οχρούτσιν dου απ’ όπου ‘ναι βαφτισμένοι αθρώποι». «Καί λέει του: «ίντα βαστάς;» Λέ: «ένα bλευρό του Αδάμ και το πάω του Κυρίου να πλάση τη γυναίκα». Λέ: «για να το δώ;» Καί γελά τονε και δούδει του το. Αρπά το ο Οξωαποδώ και γλακά και βουτά σε μια dρύπα. Ζυγώνει ο άγγελος του Θεού το dρισκατάρατο, μα που να τόνε πιάση… Οντεμίς η τρύπα ήτονε ακρομιτσή του αναθεματισμένου κι εξεβάτζερνε η j ορά dου, πιάνει τόνε απού την ορά και ξεφλουμπίζει η j ορά dου. Πάει κι ο άγγελος και παρουσιάζεται στον Κύριο ―μέγας ει, Κύριε, και θαμαστά τα έργα σου! ― κι ο Θεός δεν εμάνισε παρά παίρνει την ορά κι απού’ φτή έπλασε την Εύα. Γρικάς το; … Γρικώ το να λέης".

τάξε πές, υπόθεσε - κατέω κατέχω, ξέρω - αυθχιάν αυτιά - μιλέτι φυλή, σόι (τουρκ. λ.) - ορά ουρά, σε άλλα νησιά οριά - γιάντα γιατί - bέμπει (πέμπει) στέλνει - ναμός όμως - οχρούτσιν dου ας είναι μακριά, μακριά του - δούδει δίνει - γλακά τρέχει (βλ. Κ8, στ. 345) - οντεμίς, όντιμος ωστόσο, (όντε όταν) - ακρομιτσή πολύ μικρή (κρητ. μιτσός, αρχ. δωρ. μικκός) - εξεβάτζερνε περίσσευε - ξεφλουμπίζει βγαίνει, ξεκολλά.

Μητροπολιτικά τσακώνικα

Εγλεγκίανε, εκάν' α ούρα να πραγιάσουνε, μή ξέροντας κανένα πιά έκι. Μόλις ο γαμπρέ τσ' α νύθη εγύρτσε χάμου, επραγιάνε. Α σάτη έκι κασημένα, α αθιά του καμπζίου. Ατσέλα ετ'ζίε ούλα. Εφανερούτε ο ούθι με τα φτερά. Οι νιόγαμπροι ήκι πραγιάζουντε. Ο ούθι π' εφτεραττσίε, εβουκίε το καμπζί από το λαιμό. Αδύνατε να ξυπνήση. Δύ'ούρε έκι παλαίγγα με τον ούθι α αθιά.

Μετάφρασις

Εγλέντησαν, ήρθε η ώρα να πλαγιάσουν, με ξέροντας κανείς πού ήταν (η κόρη). Μόλις έγειρε ο γαμπρός και η νύφη χάμου, κοιμήθηκαν. Η κόρη καθόταν (=αγρυπνούσε), η αδερφή του παιδιού. Το σπίτι έτριξε όλο. Φανερώθηκε το φίδι με τα φτερά. Οι νιόγαμπροι πλάγιαζαν. Το φίδι που φτερούγισε, βούτηξε το παιδί από το λαιμό. Αδύνατο να ξυπνήση. Δυο ώρες πάλευε με το φίδι η αδερφή.

Στο κείμενο αυτό παρατηρούμε σαφή επίδραση της κοινής νεοελληνικής. Είναι παρμένο από το βιβλίο του Θαν. Κωστάκη "Σύντομη Γραμματική της τσακωνικής διαλέκτου", Αθήνα 1951, σελ. 140-143.

Ιδίωμα της Ναούσης

Αχίρισιν του κυνήγι κι' ου Νάσους ήταν μέσ' του σικλέτι. Βάρισιν ιδώ, βάρισιν ικεί, πουθινά δεν αμπουρούσιν να βρη σκυλλί καλό.
― Αρά, να μας φύγη κι' άλλη Κυριακή δίχους σκυλλί; Έτσι μι έρχιτι να βάλου τα κλιάματα.
― Μήν, αρά, μην κάμνεις έτσι, τουν λέει ου Νικόλας. Δά σί βρούμι σκυλλί. Νά, ου φίλους μου απ' τη Σαλουνίκη έχει πιθιρό στη Θράκη μί τρία σκυλλιά. Δά μας πάνη να πάρουμι ένα.
Συνουήθηκαν μι του φίλου απ' τη Σαλουνίκη κι κίνησαν για του σκυλλί. Μούgι που δεν βρήκαν τουν πιθιρό ικεί, να συμφουνέσουν κι' η πιθιρά δεν dαλνούσιν να δώση του σκυλλί. Ου γαμπρός πάλι δεν ήθιλιν να φύγουν δίχους σκυλλί. Δεν έφτανιν αυτό, αμά γνοιάστηκιν να μάθη κι ποιο απ' τα τρία ήταν του καλύτιρου. Κι του πήριν κι ας φώναζιν η πιθιρά.
― Μή, πιδί μου, θέλεις να μί σκουτώση ου πιθιρός σου;
― Καντίπουτας δε θα σι φκειάση. Δεν αμπουρώ να φύγου μι άδεια τα χέρια. Μια μέρα δρόμου εφκειασάμι μι τους φίλους μου. Δα σ' αφήκου κι τις παράδις.
Του βράδυ έφτασαν Σαλουνίκη μι του σκυλλί. Δεν πρόλαβαν να ξαπουστάσουν κι βγαίνει στου τηλέφουνου ου πιθιρός.
― Να μι του φέρης ουπίσου του σκυλλί, τουν λέει του γαμπρό του αψουμένους.
Θυμώνει κι' ου γαμπρός:
―Τη θυγατέρα σου τη φέρνου πίσου. Του σκυλλί δεν του φέρνου. Σικλιτίστηκαν ου Νάσους κι' ου Νικόλας.
― Αμάν, να μη χαλαστήτι για τ' ιμάς. Ιξίκι να γένη του σκυλλί κι του καλό του.
― Τίπουτας. Δα του πάριτι του σκυλλί κι ας χτυπήση τουν κόλου του απού καταγής.
Του πήραν το σκυλλί κι' ήρθαν στη Νιάουστα μαύρα μισάνυχτα.
Την ώρα που χώριζαν ου Νάσους ήταν σικλιτισμένους.
― Αρά, τί έχεις; Δεν είσι ιφχαριστημένους;
― Πώς, είμι. Μούgι που εκαμάμι ένα λάθους. Τί φκειάνουν τώρα;
― Ουμίλα, αρά, τί συλλουγιέσι;
― Νά μωρέ. Ξαστοχησάμι να ρουτήσουμι πως του λέν του σκυλλί.
Μί τί όνουμα δα του φουνάζουμι τώρα; Πέ μι αν αμπουρείς.
Τουν τηράει καλά καλά ου Νικόλας κι τουν απαντάει:
― Να σι πω, δεν αμπουρώ, αμά θέλει να σι δώσου κανάν σάτουν να ιφχαριστηθώ.

Ιδιωματικές λέξεις

αχίρσιν = άρχισε
βάρισιν = χτύπησε (σε πόρτα)
αρά = ρε
δα = θα
δα μας πάνη = θα μας πάη
μούgι=μόνον
dαλνούσιν = υποχωρούσε
καντίπουτας = τίποτα απολύτως
αψουμένους = θυμωμένος
σικλιτίστηκαν = στενοχωρήθηκαν
χαλαστήτε = σκοτωθήτε
Νιάουστα = η Νάουσα
Ξαστοχησάμι = ξεχάσαμε

Από την εφημερίδα, "Φωνή της Ναούσης", φύλλο της 27-9-1975.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:41