Ο όρος αφασία χρησιμοποιείται από τον 19ο αιώνα για να υποδηλώσει διαταραχές του λόγου που οφείλονται σε μια περιορισμένη εγκεφαλική βλάβη, κυρίως στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο σε δεξιόχειρες. Η βλάβη αυτή δημιουργεί απώλεια της ικανότητας χρήσης του λόγου ως μέσου επικοινωνίας και ως μέσου συμβολικής αναπαράστασης. Το πάσχον άτομο δεν μπορεί να εκφραστεί προφορικά ή γραπτά με κατανοητό τρόπο. Δεν μπορεί επίσης να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα που δέχεται με τη μορφή προφορικού ή γραπτού λόγου. Οι βασικές και πιο συχνές κλινικές μορφές αφασίας είναι η αφασία Broca και η αφασία Wernicke, από τα ονόματα των πρώτων μελετητών τους, οι οποίες χαρακτηρίζονται από σαφείς ανατομοκλινικούς συσχετισμούς. Οι σχέσεις της λειτουργίας του λόγου και των "κέντρων" του λόγου στον εγκεφαλικό φλοιό, αποτελούν αντικείμενο ερευνών τα τελευταία 100 χρόνια και αναδεικνύουν μια σύνθετη και δυναμική σχέση αντιστοιχίας, που δεν υπόκειται αποκλειστικά σε μια εντοπιστική λογική. Ο παραπάνω ορισμός αποκλείει από τη διαγνωστική κατηγορία της αφασίας τις διαταραχές του λόγου που οφείλονται κυρίως σε μια συνολική αποδιοργάνωση της εγκεφαλικής λειτουργίας (π.χ. νοητική σύγχυση ή γενικευμένη νοητική έκπτωση του τύπου της άνοιας), σε βλάβες των αισθητηρίων οργάνων (κώφωση, τύφλωση) και σε κινητικές βλάβες (π.χ. δυσαρθρία, ημιπληγία), που παρεμβαίνουν στην πρόσληψη ή έκφραση των γλωσσικών μηνυμάτων. Επίσης αποκλείει τις διαταραχές του λόγου που οφείλονται σε ψυχικά νοσήματα (π.χ. σχιζοφρένεια).