Eπιχειρώντας μια κριτική αντιμετώπιση της διδακτικής των "ισχυρών" γλωσσών και κυρίως της αγγλικής, ορισμένοι επιστήμονες (βλ. Δενδρινού 1996 και 1998· Pennycook 1994· Phillipson 1992) επισημαίνουν ότι στηρίζεται σε ένα λόγο που κατασκευάζεται με σκοπό τη διεθνοποίησή τους, πράγμα που συνεπάγεται οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά οφέλη. Aρκετά είναι τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου σκοπού. H αγγλική γλώσσα, για παράδειγμα, συνδέεται συστηματικά με τον εκσυγχρονισμό, την επιστημονική και την τεχνολογική ανάπτυξη. Παράλληλα, η εκμάθησή της ταυτίζεται με την επαγγελματική αποκατάσταση και αποσιωπάται το γεγονός πως η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας οδηγεί σε καθορισμένη θέαση του κόσμου και στην απολογητική ενός πολιτισμού. Mε τον τρόπο αυτό εδραιώνεται η καθιερωμένη αντίληψη στον χώρο της διδακτικής των ξένων γλωσσών, ότι δηλαδή η εκμάθηση και η διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας είναι πολιτικά πράξεις ουδέτερες και ότι οι διδακτικές προσεγγίσεις, μέθοδοι και τεχνικές είναι ιδεολογικά "αθώες". Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι στους τρόπους διδασκαλίας της γλώσσας εγγράφονται οι κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές πρακτικές, τις οποίες άλλωστε η γλώσσα αυτή καθεαυτή συντηρεί (Δενδρινού 1997). Eξάλλου, θεωρούνται αποτελεσματικοί τρόποι διδασκαλίας-μάθησης αυτοί που προτείνουν ξένοι "ειδικοί", έστω και εάν η δική μας κοινωνικοπολιτική και παιδαγωγική πραγματικότητα δεν επιτρέπει την εφαρμογή τους (Δενδρινού υπό έκδοση).