H κριτική ανάλυση του λόγου (βλ. π.χ. Fairclough 1989) κατηγορεί την κοινωνιογλωσσολογία ότι απλώς περιγράφει τις δοσμένες ιεραρχίες στον λόγο, παρουσιάζοντάς τις ως αντικειμενικά υπαρκτές, ενώ στην πραγματικότητα αυτή ακριβώς η περιγραφή των δομών συμβάλλει στη διαμόρφωση και αναπαραγωγή τους (αν κάποιος μιλά μπροστά μου με σεβασμό σε κάποιον τρίτο, με κάνει να πιστέψω ότι εκείνος αξίζει περισσότερο από εμένα και η ανισότητα στη σχέση μας γίνεται έτσι πραγματικότητα). Αν προεκτείνουμε την κριτική στην πρόταση που απαιτεί, αυτός που μαθαίνει την ξένη γλώσσα να υποτάσσεται στις νόρμες των φυσικών της ομιλητών, μπορούμε να πούμε ότι αυτή αναπαράγει τον λόγο που θέλει τον πρώτο ιεραρχικά κατώτερο, καθιστώντας τον έτσι και στην πράξη κατώτερο.