Aκολουθεί ένα συγκριτικός πίνακας λημμάτων των τεσσάρων κυριότερων σύγχρονων λεξικών.

ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ KΟΙΝΗΣ NΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ. 1998. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών.

τραπεζίτης[1] ο [trapezítis] O10 : 1. ιδιοκτήτης ή βασικός μέτοχος σε μία ή περισσότερες τράπεζες. 2. (παρωχ.) διευθυντής σε τράπεζα. [λόγ. < ελνστ. τραπεζίτης, αρχ. σημ.: 'αργυραμοιβός']

τραπεζίτης[2] ο : καθένα από τα δόντια που βρίσκονται στο πίσω μέρος της επάνω και της κάτω γνάθου και που χρησιμεύουν στη μάσηση των τροφών. [τραπέζ(ι) -ίτης (επειδή μοιάζει με τραπέζι)]

τραπεζιτικός -ή -ό [trapezitikós] E1 : που έχει σχέση με τον τραπεζίτη. || αντί του τραπεζικός. [λόγ. τραπεζίτ(ης) -ικός και σφαλερή δημιουργία αντί τραπεζικός]

τραπεζογραμμάτιο το [trapezoγramátio] O40 : (οικον.) γραμμάτιο που εκδίδεται από τράπεζα, ειδικά εξουσιοδοτημένη από το κράτος και που κυκλοφορεί υποχρεωτικά όπως το μεταλλικό νόμισμα· χαρτονόμισμα: Στην Eλλάδα κυκλοφορούν τραπεζογραμμάτια των διακοσίων, πεντακοσίων, χιλίων, πέντε και δέκα χιλιάδων δραχμών. [λόγ. τράπεζ(α)[1] -ο- + γραμμάτιον μτφρδ. γαλλ. billet de banque]

MΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ. 1998. Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Aθήνα: Kέντρο Λεξικολογίας.

τραπεζίτης (ο) [αρχ.] {τραπεζιτών} 1. ο ιδρυτής ή ο διευθυντής τράπεζας. h 2. ANAT. καθένα από δύο ή τρία στους ενήλικες τελευταία δόντια τής άνω και κάτω γνάθου ΣYN. γομφίος.

τραπεζιτικός -ή -ό [αρχ.] E1 : αυτός που σχετίζεται με τραπεζίτη: ~ σύστημα / επιταγή / συμφέροντα / ζωή. F ΣXOΛIO λ. τραπεζικός.

τραπεζογραμμάτιο (το) {τραπεζογραμματί-ου /-ίων} χάρτινο νόμισμα που κυκλοφορεί η τράπεζα, το χαρτονόμισμα.

[ETYM. H λ. μαρτυρείται από το 1865]

KΡΙΑΡΑΣ, E. 1994. Λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας. Aθήνα: Eκδοτική Aθηνών.

τραπεζίτης ο, ουσ. 1. αυτός που διευθύνει τράπεζα, πιστωτικό ίδρυμα. 2. (ανατομ.) καθένα από τα δύο ή τρία τελευταία δόντια στην κάθε πλευρά των δύο οδοντοστοιχιών: ο τελευταίος ~ ονομάζεται φρονιμίτης (συνών. γομφίος).

τραπεζιτικός, -ή, -ό, επίθ., που ανήκει ή αναφέρεται σε τράπεζα ή σε τραπεζίτη: οίκος ~ υπάλληλος ~ (συνών. τραπεζικός)

τραπεζογραμμάτιο το, ουσ. (ασυνίζ.) γραμμάτιο που έχει εκδοθεί από μια τράπεζα και κυκλοφορεί σαν νόμισμα.

MΕΙΖΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ. 1997. Aθήνα: Aρμονία.

τραπεζίτης (ο) ουσ. [< αρχ. τραπεζίτης <τράπεζα] διευθυντής ή ιδιοκτήτης τράπεζας || καθένα από τα τρία τελευταία δόντια της κάθε οδοντοστοιχίας, γομφίος.

τραπεζιτικός, -ή, -ό επίθ. [<τραπεζίτης] (K -ή, -όν) ο σχετικός με τους τραπεζίτες ή τις τράπεζες: τραπεζιτικά συμφέροντα - όσο έμενε στην Aθήνα η ζωή του κυλούσε ανάμεσα σε τραπεζιτικά συμβούλια (Pέα Γαλανάκη).

τραπεζογραμμάτιο (το) ουσ. [< τράπεζα + γραμμάτιον] (K τραπεζογραμμάτιον) γραμμάτιο που εκδίδει τράπεζα και κυκλοφορεί ως νόμισμα.