Εξαιτίας της διαλεκτικής υφής της, η κυπριακή κοινωνία διατηρούσε, και διατηρεί, περίπλοκη σχέση με την καθαρεύουσα, και όσον αφορά τη διδακτική διαδικασία και ευρύτερα. Καταρχάς, πολλοί τύποι της καθαρεύουσας που στην κοινή ελληνική τείνουν να περιθωριοποιηθούν ή εξειδικεύονται ως γραπτοί μόνο τύποι (π.χ. οι αόριστοι ρηματικοί τύποι σε -θην, διατήρηση της χρονικής αύξησης, συνηρημένοι τύποι ρημάτων) απαντούν στην κυπριακή -και στη γραπτή μορφή της επαρχιακής νεοελληνικής που επηρεάζεται από αυτή- όχι επειδή είναι απόκοτα της καθαρεύουσας, αλλά επειδή ανήκουν στο σύστημα της διαλέκτου· θα ήταν επομένως πιο σωστό να τους θεωρήσουμε ως τύπους στις δύο ποικιλίες και όχι ως επιδράσεις της καθαρεύουσας στη διάλεκτο. Αυτό είναι απόλυτα αναμενόμενο αν λάβουμε υπόψη ότι οι διάλεκτοι διατηρούν στοιχεία αρχαϊκά τα οποία συνήθως εκλείπουν από τις τυποποιημένες ποικιλίες (εδώ τη νεοελληνική κοινή). Από την άλλη, παρά το γεγονός ότι η καθαρεύουσα ήταν επισήμως γλώσσα της εκπαίδευσης (τα διδακτικά βιβλία που στέλλονταν από την Ελλάδα ήταν γραμμένα στην καθαρεύουσα), στις αρχές της δεκαετίας του '70 είχε παύσει να χρησιμοποιείται με συστηματικό τρόπο ως γλώσσα διδασκαλίας.