ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Το γλωσσικό ζήτημα [Δ2] 

Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (2001) 

Κείμενο 10: Σταυρίδη-Πατρικίου Ρ. 1999. Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτική. Αθήνα: Ολκός, σελ. 135-140, ©.

Το περιοδικό Ο Νουμάς και ο δημοτικισμός της διασποράς

Ο Νουμάς κυκλοφορεί για πρώτη φορά στις 2 Ιανουαρίου 1903 και, όπως μας πληροφορεί ο διευθυντής του περιοδικού που έμελλε να γίνει το μαχητικότερο έντυπο του δημοτικισμού, το όνομα Νουμάς δεν έχει καμία συμβολική σημασία και δεν πρέπει να συσχετίζεται ούτε με τον ομώνυμο βασιλιά και νομοθέτη της Ρώμης ούτε με τον ήρωα του Αλφόνς Ντωντέ, τον Νουμά Ρουμεστάν. Όταν αργότερα τον ρωτούν για την επιλογή του, ο Δημήτρης Ταγκόπουλος απαντά πως ήταν ένας πρώτης τάξεως τίτλος για εφημερίδα γιατί ήταν μια λέξη δισύλλαβη, τονιζόταν στη λήγουσα κι είχε και τελικό σίγμα.

Επιλέγει, λοιπόν, τον τίτλο Νουμάς χωρίς φυσικά να μπορεί να προβλέψει την ιδιαίτερη μοίρα του Νουμά ως αγωνιστικού εμβλήματος του γλωσσικού αγώνα. Και για έναν πρόσθετο λόγο: Ο Ταγκόπουλος τότε είναι δημοτικιστής στο βαθμό που γράφει ποίηση στη δημοτική, συνδέεται με την ανανεωτική γενιά που θα ονομαστεί αργότερα γενιά του '80, θαυμάζει τον Παλαμά, έχει διαβάσει τον Ψυχάρη, χωρίς όμως να έχει γίνει οπαδός του. Εκδίδει τον Νουμά μέσα από μια ορμητική διάθεση κοινωνικής και πολιτικής κριτικής.

Η περιγραφή των στόχων της εφημερίδας που γίνεται στο πρώτο φύλλο μπορεί να μην είναι σαφής αλλά είναι εμφανής η στάση της αμφισβήτησης και της διαμαρτυρίας. Σε όλα τα φύλλα των πρώτων μηνών -στην αρχή το έντυπο βγαίνει ως δισεβδομαδιαίο, αλλά πολύ γρήγορα γίνεται εβδομαδιαίο- υπάρχει η συστηματική καταγγελία του σχολαστικισμού, της συναλλαγής, της δημαγωγίας. Με πολύ αυτοσαρκασμό, αλλά και γενναία αποδοχή της θέσης του σ' ένα μαχητικό περιθώριο, ο Ταγκόπουλος γράφει στο περιοδικό του στις 30 Ιανουαρίου 1903: "Ο Νουμάς έχει την μικροτέραν κυκλοφορίαν εξ όλων των ελληνικών εφημερίδων".

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Νουμάς, τουλάχιστον ως τον Ιούνιο του 1903, είναι μεικτή. Στο παρελθόν, ο Ταγκόπουλος έχει κρατήσει αποστάσεις από τον ψυχαρικό κανόνα, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά σε μια κριτική όπου σημειώνει για τον Γιάννη Καμπύση ότι: "Ο Ψυχαρισμός τον έχει πλακώσει σαν βραχνάς". Η συνάντηση, λοιπόν, του περιοδικού με το δημοτικισμό γίνεται μέσα από το δρόμο της αμφισβήτησης και της κοινωνικής κριτικής. Η γλώσσα είναι ακόμη μέσο: "Ασ' την να κουρεύεται τη γλώσσα και κοίταξε την ουσία", διαβάζουμε σ' ένα από τα πρώτα φύλλα του Νουμά. Η γνωστή εκφραστική αμεσότητα του περιοδικού θα ενοχλήσει πολλές φορές, όχι μόνο τους εχθρούς, αλλά και τους φίλους. Τη διάθεσή του, καθώς και των συνεργατών του Νουμά, απέναντι στην υπόθεση του δημοτικισμού εκείνη την περίοδο, την περιγράφει επιγραμματικά ο ίδιος ο διευθυντής του σε μεταγενέστερο κείμενό του: "Είμαστε αντικαθαρευουσιάνοι, όχι όμως και δημοτικιστές".

Η συστηματική σύνδεση με το δημοτικισμό θα γίνει από τον Ιούνιο του 1903, όταν έχουν αρχίσει να γίνονται σαφή τα όρια του κοινωνικοπολιτικού πεδίου μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί ο δημοτικιστικός αγώνας: Οι δύο γλωσσικές μορφές, η καθαρεύουσα και η δημοτική, απαιτούν τη μονοπώληση του συμβολισμού της εθνικής συνέχειας και ενότητας, αλλά η δημοτική, δεμένη για πρώτη φορά με το θέμα της εκπαίδευσης, φιλοδοξεί, πέρα από συνεκτικό παράγοντα του έθνους, να αποτελέσει και μοχλό του γενικότερου εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, οι πλούσιοι δημοτικιστές της διασποράς και ειδικότερα ο Αλέξανδρος Πάλλης, στενός φίλος του Ψυχάρη, θα προσφέρουν την οικονομική συνδρομή τους, η οποία θα εξασφαλίσει ως ένα σημείο την απρόσκοπτη λειτουργία του εντύπου και θα το μετατρέψει σε επίσημο όργανο του υπό εκκόλαψη κινήματος. Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια πολύ καθαρή εικόνα των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα σε μια οικονομική και πνευματική ηγεσία της διασποράς και στους Έλληνες διανοούμενους που ζούσαν και δημιουργούσαν πνευματικό έργο στην Ελλάδα. Μας επιτρέπουν επίσης να αντιληφθούμε τη σημασία που είχε τόσο για τον Νουμά όσο και για το ίδιο το δημοτικιστικό κίνημα αυτή η στενή οικονομική εξάρτηση. Πρόκειται για ένα θέμα που συνδέεται με το γενικότερο ζήτημα των διανοουμένων εκείνη την εποχή σε όλη την Ευρώπη, αλλά και με την ειδικότερη τύχη τους στην Ελλάδα.

Η ισχυρή επιχειρηματική τάξη των ελλήνων της διασποράς εξακολουθεί να διατηρεί στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όπως και σ' όλο τον 19ο αιώνα, αμοιβαίες και σταθερές σχέσεις κοινωνικοοικονομικής και πνευματικής δοσοληψίας με την Ελλάδα. Οι σχέσεις αυτές, στο επίπεδο της πνευματικής ζωής είναι τόσο στενές ώστε δημιουργούν την εντύπωση ενιαίας λόγιας και καλλιτεχνικής παραγωγής, μέσα στην οποία δύσκολα ξεχωρίζει κανείς ποιος δημιουργός ζει μέσα στην Ελλάδα και ποιος έξω. Το φαινόμενο συνεχίζεται και κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, περιοριζόμενο, ωστόσο, συνεχώς για λόγους οι οποίοι συνδέονται και με τις μεγάλες εσωτερικές εξελίξεις -μικρασιατική καταστροφή, συγκέντρωση του πληθυσμού στο εθνικό κέντρο κλπ- αλλά και με την τομή του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Το τέλος των αυτοκρατοριών και η διαμόρφωση των όλο και πιο συμπαγών εθνικών κρατών δεν ευνοούν πλέον τα φαινόμενα της διασποράς. Η ανάπτυξη του εθνικισμού και ως κρατικής ιδεολογίας και ως κοινωνικής νοοτροπίας θα οδηγήσει σιγά σιγά και τους Έλληνες της αλλοδαπής να επιλέξουν ανάμεσα στις δύο ταυτότητες. Όσοι δεν προκρίνουν τη λύση της εγκατάστασης στην Ελλάδα θα αφομοιωθούν βαθμιαία από τις κοινωνίες του τόπου όπου ζουν.

Εκτός των άλλων, η αγαστή συνύπαρξη και συνεργασία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου με αλλοεθνείς επιχειρηματίες, πράγμα που επέτρεπε ή και το επέβαλλε η ανάγκη της οικονομικής ανάπτυξης των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, πλήττεται στο ιδεολογικό επίπεδο και από τη διαφαινόμενη απειλή του σοσιαλιστικού διεθνισμού. Όσο για το επίπεδο της υλικής βάσης, κατά την ίδια περίοδο θα εξαφανιστούν σταδιακά σχεδόν όλα τα οικονομικά θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζονταν αυτά τα στρώματα. Οι μεγάλες επιχειρήσεις των Ελλήνων της διασποράς θα κατακερματιστούν, θα εξαφανιστούν ή θα αλλάξουν χέρια και οι νέοι διδάσκαλοι του γένους, λόγιοι που παρενέβησαν αποφασιστικά στη διάπλαση της ελληνικής σκέψης και των ελληνικών γραμμάτων, θα τελειώσουν τη ζωή και θα ταφούν στην αλλοδαπή.

Χαρακτηριστικό τέτοιο δείγμα, ο εμπορικός οίκος των Αδελφών Ράλλη: ιδρύθηκε στο τέλος του 18ου αιώνα, και αφού ανέπτυξε τεράστια επιχειρηματική δραστηριότητα επί ενάμιση σχεδόν αιώνα στην Ευρώπη, στην Ασία αλλά και στην Αμερική, πουλήθηκε και άλλαξε ονομασία στα 1929. Είναι πολύ πιθανό το τέλος του να σχετίζεται με τη διεθνή οικονομική κρίση που ξέσπασε το έτος εκείνο.

Οι ιδεολογικές, γλωσσικές, ακόμη και θεματικές συντεταγμένες του έργου και της δράσης των λογίων της διασποράς, εκείνη την περίοδο, διαμορφώνονται, βέβαια, σε συνάφεια με την ιδιότητά τους ως μορίων του ελληνισμού και όχι ως κατοίκων και πολιτών του ελληνικού κράτους. Τούτο, όπως ήταν φυσικό, οδήγησε σ' ένα φαινόμενο που προσδιόρισε αποφασιστικά το ελληνικό κοινωνικό και πνευματικό γίγνεσθαι. Το φαινόμενο, δηλαδή, των δύο κλιμάκων, πάνω στις οποίες γεννιόνταν, αναπτύσσονταν και κυρίως δοκιμάζονταν οι ιδέες και τα έργα των ελλήνων λογοτεχνών και λογίων: της κλίμακας του ελληνισμού και της κλίμακας της Ελλάδας. Ανάμεσα στους δύο κόσμους υπάρχει ένα οφθαλμοφανές συνδετικό στοιχείο, η κατεξοχήν απτή απόδειξη της ομοιογένειάς τους: η γλώσσα. Η γλώσσα λοιπόν είναι το πεδίο πάνω στο οποίο θα καλλιεργηθούν οι σχέσεις εξάρτησης και επιβολής, έλξης και άπωσης, σύμπνοιας και ρήξης, αποστροφής και θαυμασμού ανάμεσά τους. Όλα αυτά, εκ πρώτης όψεως μένουν αθέατα πίσω από την εικόνα της ενιαίας παραγωγής που πηγάζει από την ενιαία γλώσσα. Την εικόνα αυτή την έχουν και οι ίδιοι οι συγγραφείς αλλά και οι μεταγενέστεροι κριτικοί τους. Όσο μάλιστα διατηρούν -πίσω από τα επιμέρους θέματα- το κοινό ιδεολογικό ορμητήριο, που είναι το εθνικό ζήτημα, οι διαφοροποιήσεις θα είναι δυσδιάκριτες.

Ο ρόλος που έπαιξε ο εμπορικός οίκος Ράλλη ή, σωστότερα, που έπαιξαν ορισμένα στελέχη του στη διαμόρφωση ενός εκσυγχρονιστικού συστήματος ιδεών, το οποίο μέσα από το κανάλι κυρίως του δημοτικισμού διοχετεύτηκε και προς την Ελλάδα και προς άλλα κέντρα του ελληνισμού, αποτελεί μια εξειδίκευση του παραπάνω φαινομένου. Έτσι, σύμφωνα με τα πραγματολογικά στοιχεία που διαθέτουμε, κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα εργάζονται στους Αδελφούς Ράλλη οι εξής ιστορικοί ηγέτες του δημοτικιστικού κινήματος: ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Δημήτρης Πετροκόκκινος, ο Πέτρος Βλαστός και ο αδελφός του Αμβρόσιος Βλαστός. Ζουν όλοι μεταξύ Αγγλίας και Ινδιών. Μόνο ο Πετροκόκκινος θα εγκατασταθεί στην Ελλάδα μετά το 1909, ενώ ο Εφταλιώτης θα επιλέξει στα τελευταία χρόνια της ζωής του τη Γαλλία. Ταξιδεύουν συνεχώς, και εκφράζουν μια κοινωνική ομάδα η οποία έχει, τηρουμένων των αναλογιών, πολλές ομοιότητες ως προς τη σύνθεση και τη στόχευση με τις αστικές δυνάμεις που συγκρότησαν την κοινωνική βάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού ήδη κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους. Οι άνθρωποι αυτοί παλεύουν όπως και τότε, με το λόγο τους αλλά και με το χρήμα τους, για την προαγωγή της εθνικής συνείδησης μέσα κι έξω από την Ελλάδα, σε συνθήκες κοινωνικής αρρυθμίας και εθνικής κρίσης, τις οποίες έχουν προκαλέσει η πτώχευση του 1893 και ο πόλεμος του 1897. Παλεύουν με όπλο τις ιδέες που τους έχει κληροδοτήσει ο Διαφωτισμός, αλλά όπως τις έχει προσαρμόσει στις ανάγκες του ο πολιτικοκοινωνικός φιλελευθερισμός της ευρωπαϊκής επιχειρηματικής τάξης, με την οποία συνεργάζονται. Οι στόχοι που πρέπει να πραγματοποιηθούν είναι γνωστοί: η καθιέρωση της γλώσσας του λαού και η ανάπτυξη της παιδείας του. Τα μέσα επίσης: χρηματοδότηση ατομικών και συλλογικών προσπαθειών και παραγωγή προσωπικού έργου, λογοτεχνικού, επιστημονικού, μεταφραστικού.

Το υπό διαμόρφωση κίνημα του δημοτικισμού θα αποκτήσει το φιλελεύθερο ιδεολογικό στίγμα των κοινωνικών δυνάμεων που το συγκροτούν και θα το διατηρήσει για πολλά χρόνια -τουλάχιστον ως το τέλος της δεκαετίας του '20. Μέχρις ότου η δημοτική ως ιδεολογικό γνώρισμα, όπως έχω πει και αλλού, αλλάζει χέρια και στο επίπεδο του συμβολικού επαναστατικού λόγου από γλώσσα του λαού, όπως τότε παρουσιαζόταν, παρουσιαστεί αποφασιστικά ως γλώσσα της εργατικής τάξης.

Για την ώρα, ο δημοτικισμός σ' εκείνη την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, κατά την οποία αρχίζει να συλλογικοποιείται και να αποκτά διαστάσεις κινήματος με κοινωνικοπολιτικά αιτήματα, έχει ανάγκη από δύο πράγματα: από ιδεολογικά ερείσματα και από πεζά κείμενα. Πράγματι, είναι η περίοδος που αρχίζουν και δημοσιεύονται είτε στον Νουμά σε συνέχειες είτε σε αυτόνομες εκδόσεις, πεζά κείμενα, τα οποία κινούνται από την καθαρή πεζογραφία ως την κριτική και το θεωρητικό δοκίμιο.

Οι λόγιοι της διασποράς, απόστολοι του δημοτικισμού, ακολουθούν την ίδια γραμμή και υπηρετούν τους εξής στόχους, οι οποίοι επιβάλλονται από τη δημοτικιστική στράτευση: δουλεμένη και ψυχαρικά ορθόδοξη δημοτική, συνολική ματιά στην ελληνική ιστορία και σύνδεση με το εθνικό ζήτημα…

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 12:07