Eνδιαφέρον δείγμα αποτελεί η Παραγουάη, όπου η επίσημη γλώσσα είναι η κοινή ισπανική και η ανεπίσημη είναι η ιθαγενής γκουαράνι, την οποία χρησιμοποιούν οι πολίτες στην ιδιωτική τους ζωή. Στη δημόσια ζωή υποχρεούνται να χρησιμοποιούν την ισπανική, το κύρος της οποίας νομιμοποιείται από τη χρήση της στην εκπαίδευση και στη δημόσια διοίκηση. Όμως, μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της περιφέρειας δεν έχει πρόσβαση στη γλώσσα αυτή, με αποτέλεσμα να μην είναι δίγλωσσο [bilingual/bilingue] και οι πολίτες που μιλούν μόνο γκουαράνι να μην μπορούν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Aντίθετα, στον Kαναδά, όπου η κρατική γλωσσική πολιτική επιδιώκει την ισότιμη αντιμετώπιση των δυο επίσημων γλωσσών του, της αγγλικής και της γαλλικής, τα επίσημα έγγραφα του κράτους εμφανίζονται και στις δύο γλώσσες, ενώ, ανάλογα με την κατά τόπους γλωσσική ταυτότητα των πολιτών, η γλώσσα του δημόσιου βίου τους είναι είτε η αγγλική είτε η γαλλική. Bεβαίως, και στην περίπτωση του Kαναδά, όπου επίσημες είναι δύο γλώσσες κύρους, αναπτύσσονται δυναμικές που συνδέονται αφενός με τις πολιτισμικές πολιτικές πρακτικές στις οποίες εμπλέκεται η κάθε μια από τις δυο αυτές γλώσσες και αφετέρου με την πολυγλωσσική-πολυπολιτισμική πραγματικότητα της χώρας (βλ. Goldstein 1997).