ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γλώσσα και διάλεκτος [Α8] 

Ρέα Δελβερούδη (2001) 

Κείμενο 5: Haugen, E. 1972. Dialect, language, nation. Στο Sociolinguistics: Selected Readings, επιμ. J. B. Pride & J. Holmes, 97-111. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 109-110.

Ούτε η κωδικοποίηση ούτε η καλλιέργεια είναι πιθανό να σημειώσουν τρομερή πρόοδο, αν η κοινότητα δεν μπορεί να συναινέσει στην επιλογή κάποιου είδους μοντέλου, από το οποίο να μπορεί να προκύψει η νόρμα. Όπου είναι να καθιερωθεί μια νέα νόρμα, το πρόβλημα θα είναι τόσο πολύπλοκο όσο και η κοινωνιογλωσσική δομή των ανθρώπων που εμπλέκονται. Η δυσκολία θα είναι μικρή εκεί όπου όλοι μιλάνε ουσιαστικά το ίδιο, κατάσταση που συναντάται σπάνια.

Αλλού, θα είναι απαραίτητο να παρθούν κάποιες δυσάρεστες αποφάσεις. Η επιλογή μιας καθομιλουμένης για νόρμα ευνοεί την ομάδα που μιλάει αυτή την ποικιλία. Τους προσδίδει κύρος ως φορείς της νόρμας και προβάδισμα στον αγώνα για ισχύ και κοινωνική θέση. Αν υπάρχει ήδη μια αναγνωρισμένη ελίτ με μια χαρακτηριστική καθομιλούμενη, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι η νόρμα της θα κυριαρχήσει. Αλλά, όπου υπάρχουν κοινωνικά ισότιμες ομάδες ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, συνήθως γεωγραφικά ή φυλετικά κατανεμημένες, η επιλογή της ποικιλίας της μιας θα συναντήσει την αντίσταση των υπολοίπων.

Η αντίσταση θα είναι πιθανόν τόσο ισχυρότερη, όσο μεγαλύτερη είναι η γλωσσική απόσταση εντός της ομάδας. Συχνά πρόκειται για ζήτημα αλληλεγγύης έναντι αλλοτρίωσης: μια ομάδα που συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης είναι πρόθυμη να ξεπεράσει μεγάλες γλωσσικές διαφορές, ενώ μια άλλη, στην οποία δεν συμβαίνει το ίδιο, μπορεί να αποξενωθεί από σχετικά μικρές διαφορές. Εκεί όπου οι μεταβάσεις είναι σταδιακές, είναι πιθανό να συναντήσουμε μια κεντρική διάλεκτο, που βρίσκεται ανάμεσα στα άκρα, μια διάλεκτο που να είναι ευκολότερο να τη μάθει κανείς και η οποία θα συνεισφέρει περισσότερο από όλες στη συνοχή της ομάδας.

Εκεί όπου αυτό είναι αδύνατο, ίσως χρειαστεί να καταφύγουμε στην κατασκευή μιας νέας πρότυπης. Σε κάποιο βαθμό αυτό συνέβη με φυσικό τρόπο κατά την ανάδυση των παραδοσιακών νορμών· η αντιγραφή του φαινομένου αυτού και η εφαρμογή του σε νέες υπήρξε ο στόχος πολλών γλωσσικών αναμορφωτών. Για συγγενείς διαλέκτους μπορεί κάποιος να εφαρμόσει αρχές της γλωσσικής αποκατάστασης, ώστε να κατασκευάσει μια υποθετική μητέρα γλώσσα, κοινή για όλες. Ή μπορεί να καθοδηγηθεί από μια πραγματική ή υποτιθέμενη μητέρα-γλώσσα, που υπάρχει σε παλαιότερα, παραδοσιακά γραπτά κείμενα. Ή μπορεί να συνδυάσει τις μορφές που έχουν την ευρύτερη χρήση, με την ελπίδα ότι θα κερδίσουν ευκολότερα τη γενική αποδοχή. Αυτές οι τρεις διαδικασίες -η συγκριτική, η εξαρχαϊστική και η στατιστική- μπορούν εύκολα να συγκρουστούν, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνουν τις αποφάσεις. Σε χώρες όπου υπάρχουν πραγματικά διαφορετικές γλώσσες, οι οποίες σε μερικά αφρικανικά έθνη ανέρχονται σε περισσότερες από εκατό, θα είναι απαραίτητο είτε να αναγνωριστούν πολλές νόρμες είτε να εισαχθεί μια ξένη νόρμα, η οποία θα είναι συνήθως μια διεθνής γλώσσα, όπως η αγγλική ή η γαλλική.

Τέλος, μια πρότυπη γλώσσα, εάν δεν είναι να παραμεριστεί ως νεκρή, θα πρέπει να έχει ένα σώμα χρηστών. Η αποδοχή της πρότυπης, έστω και από μια μικρή αλλά με επιρροή ομάδα, είναι μέρος της ζωής της γλώσσας. Οποιαδήποτε εκμάθηση χρειάζεται τη δαπάνη χρόνου και ενέργειας και πρέπει κάπως να συνεισφέρει στην ευδαιμονία των διδασκομένων, αν είναι να μην φυγοπονούν στα μαθήματά τους. Μια πρότυπη γλώσσα, που είναι το όργανο μιας αρχής, όπως μια κυβέρνηση, μπορεί να προσφέρει στους χρήστες της υλικές ανταμοιβές με τη μορφή ισχύος και θέσης. Αν πάλι είναι όργανο μιας θρησκευτικής αδελφότητας, όπως μια εκκλησία, μπορεί επίσης να προσφέρει ανταμοιβές στους χρήστες της στο μέλλον. Οι εθνικές γλώσσες έχουν προσφέρει την ένταξη σε ένα έθνος, μια ταυτότητα που παρέχει είσοδο σε ένα νέο τύπο ομάδας, που δεν είναι απλώς συγγένεια, ούτε κυβέρνηση, ούτε θρησκεία, αλλά ένα πρωτότυπο και περιέργως σύγχρονο μείγμα και των τριών. Το είδος της σημασίας που αποδίδεται στη γλώσσα μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχει πολύ λίγο να κάνει με την αξία της ως όργανο σκέψης ή πειθούς. Είναι κυρίως συμβολικό, ζήτημα του κύρους (ή έλλειψής του) που προσάπτεται σε συγκεκριμένες μορφές ή ποικιλίες της γλώσσας μέσω της αναγνώρισης της κοινωνικής θέσης των χρηστών τους[…]. Ο απόλυτος έλεγχος της πρότυπης γλώσσας αποκτά φυσικά μεγαλύτερη αξία, εφόσον επιτρέπει σε κάποιον την ένταξη στις συνόδους των ισχυρών. Σε αντίθετη περίπτωση, το έρεισμα για να τη μάθει, εκτός ίσως αν το κάνει παθητικά, μπορεί να είναι πολύ μικρό· εάν η κοινωνική θέση κατοχυρώνεται με άλλα κριτήρια, μπορούμε να φανταστούμε πως θα μπορούσαν να περάσουν αιώνες χωρίς ο πληθυσμός να την υιοθετήσει […]. Όμως στη βιομηχανοποιημένη και δημοκρατική εποχή μας υπάρχουν προφανείς λόγοι για τη ραγδαία εξάπλωση των πρότυπων γλωσσών και για τη σπουδαιότητά τους στα σχολικά συστήματα του κάθε έθνους.

Οι τέσσερις όψεις της γλωσσικής ανάπτυξης που έχουμε τώρα απομονώσει ως βασικά χαρακτηριστικά της μετάβασης από τη διάλεκτο στη γλώσσα, από την καθομιλουμένη στην πρότυπη, έχουν ως εξής: (α) επιλογή της νόρμας, (β) κωδικοποίηση της μορφής, (γ) καλλιέργεια/επεξεργασία της λειτουργίας και (δ) αποδοχή από την κοινότητα. Οι δύο πρώτες αναφέρονται κατά κύριο λόγο στη μορφή και οι δύο τελευταίες στη λειτουργία της γλώσσας. Η πρώτη και η τελευταία σχετίζονται με την κοινωνία, η δεύτερη και η τρίτη με τη γλώσσα. Σχηματίζουν ένα πλέγμα, εντός του οποίου είναι δυνατή η συζήτηση όλων των μεγάλων προβλημάτων που αφορούν τη γλώσσα και τη διάλεκτο στη ζωή ενός έθνους.

 ΜορφήΛειτουργία
ΚοινωνίαΕπιλογήΑποδοχή
ΓλώσσαΚωδικοποίησηΠεριπλοκή

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 11:04