Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο18 (δρόμος, δρόμου, δρόμοι)
1.017 εγγραφές [891 - 900]
τορναδόρος ο [tornaδóros] Ο18 : τεχνίτης, ξυλουργός ή σιδηρουργός, που δουλεύει στον τόρνο.

[τόρν(ος) -αδόρος]

τόρνος ο [tórnos] Ο18 : εργαλειομηχανή που δίνει σε ένα κομμάτι από ξύλο ή σίδερο λεία και καμπύλη επιφάνεια. || Ο αγγειοπλάστης δουλεύει στον τόρνο.

[αρχ. τόρνος]

τουρκολόγος ο [turkolóγos] Ο18 θηλ. τουρκολόγος [turkolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στην τουρκολογία.

[λόγ. < γερμ. Turcologe < Turco- < τουρκ. türk = Τούρκ(ος) -ο- + -loge = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

Tούρκος ο [túrkos] Ο18 θηλ. Tουρκάλα [turkála] Ο25α & (σπάν.) Tούρκισσα [túrisa] Ο27 : 1. ο κάτοικος της Tουρκίας ή αυτός που έχει τουρκική καταγωγή: Οι Tούρκοι είναι μουσουλμάνοι. || (ως επίθ.): ~ πρωθυπουργός. ΦΡ γίνομαι ~, θυμώνω πολύ, αγριεύω. 2. (μτφ., λαϊκότρ.) για φαγητό ή ποτό με πολύ αψιά γεύση: Aυτό το ξίδι είναι τούρκος. τουρκάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. Τούρκος < τουρκ. türk -ος· Τούρκ(ος) -άλα· Τούρκ(ος) -ισσα]

τουρκοφάγος ο [turkofáγos] Ο18 : (παρωχ.) αυτός που πολεμάει και εξοντώνει τους Tούρκους: Nικηταράς ο Tουρκοφάγος.

[Τούρκ(ος) -ο- + φαγ- (τρώω) -ος]

τράγος ο [tráγos] Ο18 : 1. το αρσενικό της κατσίκας, που διακρίνεται από τα μακριά του κέρατα και το μακρύ του γένι. ΦΡ αποδιοπομπαίος* ~. 2. (μτφ., υβρ.) α. παπάς, ιδίως όταν έχει μακριά γενειάδα· τραγόπαπας. β. άνθρωπος πεισματάρης και δύστροπος.

[αρχ. τράγος]

τρακαδόρος ο [trakaδóros] Ο18 : 1. αυτός που συστηματικά ζητάει από φίλους και γνωστούς μικροπράγματα ή κεράσματα και αποφεύγει έτσι τα καθημερινά μικροέξοδα: Aυτός είναι μεγάλος ~, όλο με ξένα τσιγάρα καπνίζει. 2. αυτός που συνηθίζει να μην επιστρέφει τα μικροποσά συνήθως, που έχει δανειστεί.

[τράκ(α) 3 -αδόρος]

τραμπούκος ο [trabúkos] Ο18 : μπράβος κομματάρχη ή μέλος παρακρατικής οργάνωσης με δράση σε διαδηλώσεις, εκφοβισμούς και δολοφονίες: Tην παραμονή των εκλογών τραμπούκοι ξυλοκόπησαν πολίτες. || (επέκτ.) αυτός που συμπεριφέρεται με βιαιότητα και με θρασύτητα, για να επιβάλει τις απόψεις του και τη θέλησή του.

[ισπαν. trabucos (πληθ. που θεωρήθηκε εν.) μάρκα πούρων (η ονομασία από την ομοιότητα με trabuco, παλιό τύπο όλμου) που παλιοί πολιτικοί προσφέρανε στους ανθρώπους τους (πρβ. το τραμπούκο `φιλοδώρημα΄)]

τραπεζοκόμος ο [trapezokómos] Ο18 θηλ. τραπεζοκόμος [trapezokó mos] Ο35 & τραπεζοκόμα [trapezokóma] Ο25 : πρόσωπο που έχει αναλάβει το στρώσιμο του τραπεζιού και την εξυπηρέτηση αυτών που κάθονται στο τραπέζι, συνήθ. σε ιδρύματα, στρατώνες κτλ.

[λόγ. < ελνστ. τραπεζοκόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· τραπεζοκόμ(ος) -α]

τριχοφάγος ο [trixofáγos] Ο18 : δερματοπάθεια, μορφή αλωπεκίας, που προκαλεί την πτώση των μαλλιών κατά τόπους. || ανάλογη πάθηση του δέρματος που παρουσιάζεται κυρίως στα γένια.

[λόγ. < γαλλ. trichophage < αρχ. τριχ- (δες τρίχα) -ο- + φαγ- (τρώγω) -ος]

< Προηγούμενο   1... 88 89 [90] 91 92 ...102   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες