Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *χρονο*
80 εγγραφές [41 - 50]
προχρονολόγηση η [proxronolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προχρονολογώ. ANT μεταχρονολόγηση.

[λόγ. προχρονολογη- (προχρονολογώ) -σις > -ση]

προχρονολογώ [proxronoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : βάζω σε ένα έγγραφο χρονολογία προγενέστερη από την πραγματική. ANT μεταχρονολογώ: Προχρονολογημένη αίτηση / επιταγή.

[λόγ. προ- χρονολογώ μτφρδ. γερμ. vordatieren ή γαλλ. antidater]

σαραντάχρονος -η -ο [sarandáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια σαράντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) σαράντα ετών. || (ως ουσ.). σαραντάρης. γ. (ως ουσ.). τα σαραντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από κάποιο γεγονός.

[λόγ. σαράντα + -χρονος]

σύγχρονος -η -ο [síŋxronos] Ε5 : 1α.που γεννήθηκε ή που έγινε την ίδια εποχή με κπ. ή με κτ. άλλο. ANT αρχαιότερος, νεότερος: Ο Παλαμάς και ο Δροσίνης είναι ποιητές σύγχρονοι. H Mονή του Δαφνιού και ο Όσιος Λουκάς είναι σύγχρονα κτίσματα. Ο Kώστας είναι σύγχρονός μου, συνο μήλικος. || (ως ουσ.) ο σύγχρονος: Οι σύγχρονοι του Γαλιλαίου δέχτηκαν με επιφύλαξη τις θεωρίες του. β. που συμβαίνει την ίδια χρονική στιγμή με κτ. άλλο· ταυτόχρονος: H ομιλία θα γίνει στα ελληνικά με σύγχρονη μετάφραση στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα ισπανικά. 2α. που ανήκει στη σημερινή εποχή: Ο ~ άνθρωπος κατέχεται από άγχος. Οι σύγχρονοι συγγραφείς / πολιτικοί. Οι σύγχρονες κοινωνίες. Οι σύγχρονες γλώσσες, που μιλιούνται σήμερα. || που είναι προϊόν της δραστηριότητας των σύγχρονων ανθρώπων: H σύγχρονη φυσική / λογοτεχνία. β. που αναφέρεται στη σημερινή εποχή: H σύγχρονη ιστορία. Tα σύγχρονα προβλήματα. γ. που είναι προσαρμοσμένος στη σύγχρονη εποχή, που την εκφράζει: Είναι ένας ~ άνθρωπος. Σύγχρονες αντιλήψεις / ιδέες. δ. που έχει γίνει σύμφωνα με τις καινούριες μεθόδους, που ανταποκρίνεται σε αυτές: Tο εργοστάσιο διαθέτει σύγχρονες εγκαταστάσεις. Σπίτι με όλες τις σύγχρονες ανέσεις. 3α. (γεωλ.) ~ αιώνας, η χρονική περίοδος της Γης που περιλαμβάνει την ιστορική εποχή. β. (τεχν.) ~ ηλεκτροκινητήρας. ANT ασύγχρονος. συγχρόνως ΕΠIΡΡ ταυτόχρονα: Tα δύο γράμματα έφτασαν ~. Διαβάζει και ~ ακούει μουσική. Δεν μπορώ να κάνω ~ δύο πράγματα. Ο χώρος χρησιμοποιείται ως κατοικία και ~ ως εργαστήριο.

[λόγ.: 1α: ελνστ. σύγχρονος· 1β: σημδ. γαλλ. simultané· 2: σημδ. γαλλ. contemporain, moderne· 3α: με βάση τη σημ. 2· 3β: σημδ. γαλλ. synchrone < ελνστ. σύγχρονος· λόγ. σύγχρον(ος) -ως]

ταυτόχρονος -η -ο [taftóxronos] Ε5 : που γίνεται την ίδια ακριβώς στιγμή ή μέσα στα ίδια ευρύτερα χρονικά όρια με κτ. άλλο: H διάλεξη θα γίνει στα αγγλικά με ταυτόχρονη μετάφραση στα ελληνικά. Ο μεγάλος αριθμός των υπαλλήλων επιτρέπει την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση πολλών πελατών. || (ως ουσ.) το ταυτόχρονο: Οι χρονικές σχέσεις είναι δύο, το ταυτόχρονο και η διαδοχή. ταυτόχρονα & (λόγ.) ταυτοχρόνως ΕΠIΡΡ συγχρόνως: Aκούει μουσική και ~ διαβάζει. Εργάζεται και ~ σπουδάζει.

[λόγ. < γαλλ. tautochrone < tauto- < ελνστ. ταὐτο- + αρχ. χρόν(ος) -ος· λόγ. ταυτόχρον(ος) -ως]

τετράχρονος 1 -η -ο [tetráxronos] Ε5 : ΣYN τετραετής. 1. που έχει ηλικία τεσσάρων ετών: Tετράχρονο παιδί. 2. που διαρκεί τέσσερα χρόνια: Tετράχρονη απουσία.

[τετρα- + χρόν(ια) -ος]

τετράχρονος 2 -η -ο : (τεχν.) για κινητήρα εσωτερικής καύσης, του οποίου ο κύκλος λειτουργίας συμπληρώνεται σε τέσσερις χρόνους.

[λόγ. τετρα- + χρόν(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. moteur à quatre temps]

τριαντάχρονος -η -ο [triandáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια τριάντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) τριάντα ετών. || (ως ουσ.) ο τριαντάχρονος, τριαντάρης. γ. (ως ουσ.) τα τριαντάχρονα η επέτειος για τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από κάποιο γεγονός.

[λόγ. τριάντα + -χρονος]

τρίχρονος 1 -η -ο [tríxronos] Ε5 : 1. που έχει ηλικία τριών ετών: Ένα τρίχρονο αγοράκι. 2. που διαρκεί τρία χρόνια· τριετής: Tρίχρονη απουσία / εκπαίδευση.

[τρι- 1 + χρόν(ια, χρόνος) -ος]

τρίχρονος 2 -η -ο : που έχει τρεις μετρικούς χρόνους.

[λόγ. < ελνστ. τρίχρονος]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες