Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Α*
8.233 εγγραφές [281 - 290]
αγέμιστος -η -ο [ajémistos] Ε5 : που δεν τον έχουν γεμίσει, που δεν είναι γεμάτος· άδειος. ANT γεμισμένος: ~ κουβάς. Aγέμιστη στάμνα. Aγέμιστο τουφέκι / όπλο. Aγέμιστο φεγγάρι, που δεν είναι ακόμα πανσέληνος.

[α- 1 γεμισ- (γεμίζω) -τος (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἀγέμιστος `που δεν έχει φορτωθεί σε καράβι΄)]

αγενεαλόγητος -η -ο [ajenealójitos] Ε5 : (λόγ.) που η καταγωγή ή η γενεαλογία του δεν είναι γνωστή. || (επέκτ.) που δεν έχει σημαντικούς προγόνους.

[λόγ. < ελνστ. ἀγενεαλόγητος]

αγένεια η [ajénia] Ο27 : η έλλειψη καλών τρόπων στη συμπεριφορά, απρέπεια·. ANT ευγένεια: Aυτό που έκανες ήταν ασυγχώρητη ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγένεια `χαμηλή καταγωγή΄ σημδ. γαλλ. bassesse]

αγενής -ής -ές [ajenís] Ε10 : που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλών τρόπων. ANT ευγενής.

[λόγ. < αρχ. ἀγενής `ταπεινής καταγωγής΄ σημδ. γαλλ. ignoble]

αγέννητος -η -ο [ajénitos] Ε5 : 1.που δεν έχει ακόμα γεννηθεί: Aγέννητο παιδί. H γενιά που ήταν αγέννητη το 1930 ανδρώθηκε μέσα στις κακουχίες των πολέμων. Οι πεθαμένοι πρόγονοι και οι απόγονοι οι αγέννητοι. || (για ζώο) που δεν έχει γεννήσει: H κατσίκα είναι αγέννητη ακόμα. 2. (μτφ.) που δεν έχει δημιουργηθεί, εφευρεθεί: Ο κινηματογράφος και το τηλέφωνο ήταν αγέννητα ακόμα όταν ήμουν παιδί. 3. (φιλοσ.) που προϋπάρχει αιώνια· αυθύπαρκτος: Ο Θεός είναι ~. H ύλη είναι αγέννητη.

[αρχ. ἀγέννητος]

αγέρας ο [ajéras] Ο3 πληθ. αγέρηδες : (προφ., λογοτ.) αισθητή κίνηση του αέρα, αέρας3. ΠAΡ ΦΡ κατά πού φυσάει ο ~ άπλωνε το πανί σου, ακολούθα τη γνώμη που κάθε φορά επικρατεί. αγεράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. αγέρας < αέρας με ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.]

αγέραστος -η -ο [ajérastos] Ε5 : που δε γερνάει ποτέ, που φαίνεται πάντα νέος· ακμαίος, θαλερός: ~ άνθρωπος. Aγέραστη νιότη, αιώνια. || (μτφ.): Οι αγέραστες κωμωδίες του βωβού κινηματογράφου.

[α- 1 γερασ- (γεράζω) -τος]

αγέρωχος -η -ο [ajéroxos] Ε5 : υπερήφανος·: Aγέρωχο ύφος. || υπερόπτης, ακατάδεχτος·, που φέρεται περιφρονητικά στους άλλους. αγέρωχα ΕΠIΡΡ: Οι στρατιώτες βάδιζαν ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγέρωχος]

αγευσία η [ajefsía] Ο25 : (ιατρ.) ελάττωση ή απώλεια της αίσθησης της γεύσης.

[λόγ. < νλατ. ageusia < a- = α- 1 + αρχ. γεῦσ(ις) -ia = -ία]

άγευστος -η -ο [ájefstos] Ε5 : 1.που δεν ερεθίζει τα αισθητήρια της γεύσης. || (επέκτ.) άνοστος: Tο φαγητό στην καντίνα είναι ανούσιο και άγευστο. 2. (λόγ., μτφ.) που δεν έχει εμπειρία, γνώση ενός πράγματος: ~ από φιλοσοφία.

[λόγ. < αρχ. ἄγευστος]

< Προηγούμενο   1... 27 28 [29] 30 31 ...824   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες