Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Φ*
1.413 εγγραφές [161 - 170]
φάρδεμα το [fárδema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φαρδαίνω. ANT στένεμα: H φούστα θέλει ~ στη μέση, γιατί με στενεύει.

[φαρδαί(νω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]

φαρδομάνικος -η -ο [farδománikos] Ε5 : 1. που έχει φαρδιά μανίκια: Φόρε μα / πουκάμισο / πουλόβερ φαρδομάνικο. 2. (προφ., ως ουσ.) το φαρδομάνικο: α. φαρδύ μανίκι ενδύματος (ιδ. ράσου). β. ένδυμα με φαρδιά μανίκια ή και φαρδύ ένδυμα, κυρίως για τα ράσα.

[φαρδ(ύς) -ο- + μανίκ(ι) -ος]

φάρδος το [fárδos] Ο46 : 1. η διάσταση του πλάτους· το πλάτος: Tο ~ του δρόμου / του κρεβατιού. || (ιδ. ραπτ.) χρησιμοποιείται αντί της λέξης πλάτος: ~ πλάτης / μέσης / ώμου. Tο ύφασμα είναι στενό και δε μου βγαίνει στο ~. 2. (προφ., λαϊκ.) μεγάλη τύχη, κωλοφαρδία: Tο ~ του δε λέγεται.

[μσν. φάρδος < φαρδ(ύς) -ος αναλ. προς το σχ.: παχύς - πάχος]

φαρδουλός -ή -ό [farδulós] Ε1 : που είναι σχετικά φαρδύς.

[φαρδ(ύς) -ουλός]

φαρδύς -ιά -ύ [farδís] Ε7 : που έχει (μεγάλο) πλάτος· πλατύς. ANT στενός: ~ δρόμος. Φαρδύ κρεβάτι. H στενή μέση και οι φαρδιές πλάτες δείχνουν αθλητικό σώμα. || (ιδ. για ένδυση, υπόδηση) που είναι μεγαλύτερος από το κανονικό, το συνηθισμένο μέγεθος, που δεν είναι εφαρμοστός: Φαρδύ φόρεμα / πουκάμισο / σακάκι / μανίκι. ~ γιακάς / λαιμός. Φαρδιά παπούτσια / μπατζάκια. Aυτή η μπλούζα μού έρχεται / μού είναι λίγο φαρδιά. (έκφρ.) ~ πλατύς, επιτατικά για κπ. που πέφτει, που ξαπλώνει κτλ.: Έπεσε / ξάπλωσε ~ πλατύς. φαρδιά ΕΠIΡΡ (έκφρ.) ~ πλατιά, για επίταση: Έπεσε κάτω ~ πλατιά. Έβαλε την υπογραφή του ~ πλατιά.

[μσν. φαρδύς ίσως < αρχ. εὐφραδής `εύγλωττος, με “πλατύ” λόγο΄ > *φραδύς (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > φαρδύς (μετάθ. του [r] ) με κλίση κατά το συν. πλατύς]

φαρέτρα η [farétra] Ο25 : θήκη για την τοποθέτηση των βελών του τόξου: Έβγαλε ένα βέλος από τη ~ και το τοποθέτησε στο τόξο. || (μτφ.): Δεν έχω εξαντλήσει ακόμη τα βέλη που έχω στη ~ μου, δεν έχω χρησιμοποιήσει το σύνολο των επιχειρημάτων που διαθέτω.

[λόγ. < αρχ. φαρέτρα]

φαρί το [farí] Ο43 : (λογοτ.) άλογο πολεμικό ή ιππασίας (σε αντίθεση με το υποζύγιο): Ήρθε καβάλα πάνω σε άσπρο ~.

[μσν. φαρίν (από τα αραβ.)]

φαρίνα η [farína] Ο25 : εκλεκτό λεπτό σιτάλευρο λευκού χρώματος.

[ιταλ. (fior di) farina `(άνθος του) αλευριού΄ ή αγγλ. farina]

φαρισαϊκός -ή -ό [farisaikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους Φαρισαίους1. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζει, που ταιριάζει σε φαρισαίο2, υποκριτικός: Φαρισαϊκοί τρόποι. Είναι άτομο με φαρισαϊκή ηθική.

[λόγ. < ελνστ. Φαρισαϊκός]

Φαρισαίος ο [fariséos] Ο18 : 1. μέλος, οπαδός θρησκευτικής (και πολιτικής) ιουδαϊκής αίρεσης με άκρα προσήλωση στους τύπους του νόμου και της λατρείας: Οι Φαρισαίοι ήταν συνήθως γραμματείς και νομοδιδάσκαλοι. 2. (μτφ.) άτομο που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από την επιφανειακή και υποκριτική τήρηση των τύπων (της ηθικής, της ευγένειας κτλ.)· υποκριτής: Γέμισε ο τόπος με ψεύτες, φαρισαίους κι απατεώνες. ΦΡ γραμματείς και φαρισαίοι, για ανθρώπους υποκριτές.

[λόγ. < ελνστ. Φαρισαῖος < αραμ. pérīshayyā πληθ. του pérīshā (αρχική σημ.: `ξεχωρισμένοι΄)]

< Προηγούμενο   1... 15 16 [17] 18 19 ...142   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες