Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.413 εγγραφές [1411 - 1413] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωτοχημεία η [fotoximía] Ο25 : κλάδος της χημείας που ασχολείται με τις χημικές αντιδράσεις που παράγονται από την επίδραση του φωτός και με τις μεταβολές που αυτές επιφέρουν στα σώματα, στην ατμόσφαιρα κτλ.
[λόγ. < γαλλ. photochimie < photo- = φωτο- 1 + chimie = χημεία]
- φωτοχημικός -ή -ό [fotoximikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φωτοχημεία: Φωτοχημικό νέφος. Φωτοχημική ρύπανση της ατμόσφαιρας.
[λόγ. < γαλλ. photochimique < photochim(ie) = φωτοχημ(εία) -ique = -ικός & μτφρδ. αγγλ. photochemical (photo- = φωτο- 1)]
- φωτοχυσία η [fotoxisía] Ο25 : ο άπλετος φωτισμός, η πλήρης φωταγώγηση ενός χώρου, η φωταψία.
[λόγ. < ελνστ. φωτοχυσία]