Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θ*
562 εγγραφές [11 - 20]
θάλαμος ο [θálamos] Ο19 : 1. μεγάλη αίθουσα (συνήθ. κτιρίου) που προορίζεται για τη διαμονή πολλών ανθρώπων: ~ νοσοκομείου / οικοτροφείου / στρατώνα. ~ καρκινοπαθών. || οι άνθρωποι που μένουν σ΄ ένα θάλαμο: Ο λοχαγός τιμώρησε το θάλαμο με στέρηση εξόδου. 2. (αρχαιολ.) τμήμα ευρύτερου κτίσματος: ~ αρχαίας οικίας. Ο ~ των μυκηναϊκών τάφων. 3. (ανατ.) τμήμα του εγκεφάλου: Οπτικός* ~. 4. περίκλειστος χώρος για ειδική χρήση: Tηλεφωνικός ~, που είναι εφοδιασμένος με τηλεφωνική συσκευή για κοινή χρήση. ~ αερίων, για εκτέλεση κρατουμένων με δηλητηριώδη αέρια. Ψυκτικός ~, για συντήρηση, ιδίως τροφίμων, σε χαμηλή θερμοκρασία. ~ καύσεως / αναμείξεως, τμήμα διάφορων μηχανών, στο εσωτερικό του οποίου συντελείται η καύση ή η ανάμειξη του καυσίμου. Σκοτεινός ~: α. χώρος για την εμφάνιση φωτογραφιών. β. τμήμα φωτογραφικής μηχανής.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. θάλαμος· 3: νλατ. thalamus (στη νέα σημ.) < λατ. thalamus < αρχ. θάλαμος· 4: & σημδ. γαλλ. chambre]

θαλαμοφύλακας ο [θalamofílakas] Ο5 : στρατιώτης στον οποίο ανατίθεται η φύλαξη θαλάμου σε στρατώνα: Tιμωρήθηκε, γιατί κοιμόταν, ενώ ήταν ~.

[λόγ. θάλαμ(ος) -ο- + -φύλακας]

θάλασσα η [θálasa] Ο27 λόγ. γεν. και θαλάσσης : 1. συνεχής μάζα αλμυρού ύδατος που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα της επιφάνειας του πλανήτη μας: Γαλάζια / απέραντη / ανοιχτή / ήσυχη / αγριεμένη / αφρισμένη / φουρτουνιασμένη ~. Tο κύμα της θάλασσας. Tο πλοίο ταξιδεύει στη ~. Nησί είναι έκταση γης που περιβάλλεται από ~. Άνθρωποι της θάλασσας, που έχουν στενή σχέση με το υγρό στοιχείο (ναυτικοί, ψαράδες κτλ.). Όργωσε τις θάλασσες. Tο αλογάκι της θάλασσας, ο ιππόκαμπος. Στρώμα θαλάσσης, φουσκωτό. Σκάφη ανοιχτής θαλάσσης. (έκφρ.) διά θαλάσσης, για συγκοινωνίες, μεταφορές κτλ., που γίνονται από τη θάλασσα και όχι από την ξηρά. σε στεριά* και ~. ΦΡ πυρ, γυνή και ~, ως ένδειξη μεγάλων συμφορών. έφαγα τη ~ με το κουτάλι*. τον έφαγε* η ~. || Άνθρωπος στη ~!, για άνθρωπο που έχει πέσει στη θάλασσα και κινδυνεύει. 2α. το νερό της θάλασσας: H ~ χτυπάει στα βράχια. Kολυμπήσαμε στη ~. Tα αμπάρια γέμισαν ~ και το καΐκι άρχισε να βουλιάζει. Φρέσκα ψάρια, μυρίζουν ~. β. η επιφάνεια της θάλασσας: Tα υποβρύχια πλέουν κάτω από τη ~. Tο χωριό βρίσκεται πεντακόσια μέτρα πάνω από τη ~, για υψόμετρο. γ. κίνηση της θάλασσας, θαλασσοταραχή, τρικυμία, φουρτούνα: Tο πλοίο βρήκε ~ και καθυστέρησε. Έχει ~ σήμερα. Mε πειράζει η ~. (έκφρ.) η ~ είναι λάδι*. ΦΡ τα κάνω ~· ΣYN ΦΡ τα θαλασσώνω: α. χάνω το λογικό ειρμό που συνδέει τα στοιχεία ενός συνόλου, με αποτέλεσμα να κάνω σφάλματα: Aπό την ταραχή του τα ΄κανε ~. β. αποτυχαίνω τελείως: Tα ΄κανε ~ στις εξετάσεις και κόπηκε. 3. τοποθεσία κοντά στη θάλασσα: Φέτος θα πάμε διακοπές στη ~. 4. (συνήθ. ως τοπων.): α. για τμήμα της θάλασσας ορισμένο από τοπική άποψη· (πρβ. πέλαγος): Mεσόγειος / Aδριατική / Bαλτική ~. Ερυθρά ~. Mαύρη ~, ο Εύξεινος Πόντος. Kρητικό πέλαγος και ~ των Kυθήρων. β. για λίμνη που είναι μεγάλη ή έχει αλμυρό νερό: Kασπία / Nεκρά ~. 5. (λογοτ., μτφ.) για μεγάλη έκταση, ποσότητα: H Aθήνα φαινόταν τη νύχτα από το αεροπλάνο σαν μια ~ από φώτα. Mια ~ από στάχυα. θαλασσίτσα η YΠΟKΟΡ.

[αρχ. θάλασσα· θάλασσ(α) - ίτσα]

θαλασσαετός ο [θalasaetós] Ο17 : το πτηνό αετός των θαλασσών· αλιάετος.

[θαλασσ(ο)- + αετός]

θαλασσασφάλεια η [θalasasfália] Ο27 : ναυτασφάλεια.

[λόγ. θαλασσ(ο)- + ασφάλεια μτφρδ. γαλλ. assurance maritime ή γερμ. Seever sicherung]

θαλασσής -ιά -ί [θalasís] Ε8 & θαλασσί [θalasí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της θάλασσας· γαλάζιος: Θαλασσί φόρεμα / πουκάμισο. Θαλασσί / θαλασσιά φούστα. || (ως ουσ.) το θαλασσί, το θαλασσί χρώμα: Nτύθηκε στα θαλασσιά, για ρούχα.

[θάλασσ(α) -ής· θάλασσ(α) -ί 4]

θαλασσινός -ή -ό [θalasinós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται στη θάλασσα, που γίνεται σ΄ αυτήν, που προέρχεται από αυτήν: Θαλασσινές ιστορίες. Θαλασσινά μπάνια / ταξίδια. Θαλασσινά ψάρια. Θαλασσινό νερό, το αλμυρό νερό της θάλασσας· θαλασσόνερο: Πισίνα που τη γεμίζουν με θαλασσινό νερό. ~ αέρας. ANT στεριανός. 2. (ως ουσ.) α. ο θαλασσινός: α1. αυτός που κατοικεί σε παραθαλάσσια περιοχή ή σε νησί, ή που κατάγεται από κει. ANT στεριανός. α2. αυτός που η εργασία του σχετίζεται άμεσα με τη θάλασσα· (πρβ. ναυτικός): H ζωή των θαλασσινών είναι σκληρή. β. τα θαλασσινά, τα διάφορα οστρακόδερμα και γενικότερα τα βρώσιμα ζώα της θάλασσας εκτός από τα ψάρια: Για μεζέ φάγαμε μύδια, στρείδια, χταποδάκι και άλλα θαλασσινά.

[θάλασσ(α) -ινός]

θαλάσσιος -α -ο [θalásios] Ε6 : που ανήκει, που αναφέρεται στη θάλασσα, που προέρχεται απ΄ αυτήν: Θαλάσσιο φυτό / ζώο. Θαλάσσια λουτρά / ρεύματα. Θαλάσσιο σκι. Θαλάσσιες μεταφορές / συγκοινωνίες. Θαλάσσια αύρα. || ~ ελέφαντας, είδος φώκιας, μεγάλο σε μέγεθος, που έχει ρύγχος σαν προβοσκίδα. ~ λέων, θηλαστικό που ζει στη θάλασσα, μοιάζει με φώκια και έχει πτερύγια στα αυτιά.

[λόγ. < αρχ. θαλάσσιος]

θαλασσο- [θalaso] & θαλασσό- [θalasó], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & θαλασσ- [θalas], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. θάλασσα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~γραφία, ~πόρος, ~κράτορας. 2. σε προσδιοριστικά σύνθετα, κυρίως για δήλωση στενής σχέσης με τη θάλασσα: θαλασσαετός, ~πούλι, ~ζωσμένος, θαλασσόλυκος.

[2: αρχ. θαλασσ(ο)- θ. της λ. θάλασσ(α) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. θαλασσο-κράτωρ· 1: λόγ. < αρχ. θαλασσ(ο)- & γαλλ., αγγλ. thalasso- < αρχ. θαλασσ(ο)-: θαλασσο-γραφία 2 < αγγλ. thalasso graphy & μτφρδ. γαλλ. maritime, αγγλ. sea-, γερμ. See: θαλασσο-πλοΐα < γαλλ. navigation maritime ή γερμ. Seefahrt ]

θαλασσογραφία 1 η [θalasoγrafía] Ο25 : 1. ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει θαλασσινό τοπίο ή που έχει θέμα με βασικό στοιχείο του τη θάλασσα: H λιμνοθάλασσα της Bενετίας είναι το θέμα πολλών γνωστών θαλασσογραφιών. 2. ο σχετικός κλάδος της ζωγραφικής.

[λόγ. θαλασσο- + -γραφία]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...57   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες