Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγγ
34 εγγραφές [1 - 10]
έγγαμος -η -ο [éŋγamos] Ε5 : (λόγ.) 1. για πρόσωπο που συνδέεται (με άλλο του άλλου φύλου) με σχέση γάμου· παντρεμένος, νυμφευμένος. ANT άγαμος: ~ άντρας. Έγγαμη γυναίκα. Οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν ειδικό επίδομα. || (ως ουσ.). 2. που αναφέρεται σε έγγαμο πρόσωπο: ~ βίος. Έγγαμη ζωή. Έγγαμη σχέση, σχέση γάμου.

[λόγ. < ελνστ. ἔγγαμος]

εγγαστριμυθία η [eŋγastrimiθía] Ο25 : η ικανότητα και η τεχνική του εγγαστρίμυθου.

[λόγ. εγγαστρίμυθ(ος) -ία]

εγγαστρίμυθος -η -ο [eŋγastrímiθos] Ε5 : που μπορεί να μιλά χωρίς να κινεί τα χείλη του και που δίνει την εντύπωση ότι η φωνή του προέρχεται από κάπου αλλού και όχι από αυτόν τον ίδιο. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ἐγγαστρίμυθος `που προφητεύει με φωνή απ΄ την κοιλιά΄ σημδ. γαλλ. ventriloque]

εγγεγραμμένος -η -ο [enjeγraménos] Ε3 μππ. του εγγράφω : 1.για πρόσωπο του οποίου το όνομα είναι γραμμένο σε ορισμένο κατάλογο: Tα εγγεγραμμένα μέλη ενός συλλόγου. Είναι ~ στο μητρώο αρρένων του Δήμου Θεσσαλονίκης. || (ως ουσ.): Ψήφισε το 80% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. 2. (γεωμ.) για επίπεδο ή στερεό σχήμα που περικλείεται από άλλο, το οποίο ονομάζεται περιγεγραμμένο: Όλες οι κορυφές ενός πολυγώνου εγγεγραμμένου σε κύκλο είναι σημεία της περιφέρειάς του. Ο ~ κύκλος εφάπτεται σε όλες τις πλευρές του περιγεγραμμένου πολυγώνου. Οι κορυφές των εγγεγραμμένων σε σφαίρα σχημάτων είναι σημεία της εσωτερικής επιφάνειάς της. Εγγεγραμμένη γωνία, της οποίας η κορυφή είναι σημείο της περιφέρειας κύκλου και οι πλευρές της χορδές του ίδιου κύκλου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐγγεγραμμένος μππ. του ρ. ἐγγράφω· 2: ελνστ. σημ.]

εγγειοβελτιωτικός -ή -ό [engioveltiotikós] Ε1 : που γίνεται για να βελτιωθεί η φυσική διαμόρφωση μιας εδαφικής έκτασης και έτσι να αυξηθεί η πάγια καλλιεργητική της αξία: Εγγειοβελτιωτικά έργα, έγγειες βελτιώσεις. Εγγειοβελτιωτικό πρόγραμμα. Εγγειοβελτιωτική μελέτη.

[λόγ. έγγει(ος) -ο- + βελτίω(σις) -τικός]

έγγειος -α / -ος -ο [éngios] Ε15 : (λόγ.) που αναφέρεται στη γη (στο έδαφος): ~ ιδιοκτησία / πρόσοδος. Έγγειες βελτιώσεις, κάθε είδους επεμβάσεις στη φυσική διαμόρφωση του εδάφους, με τις οποίες επιδιώκεται η παραγωγικότερη εκμετάλλευσή του (π.χ. άρδευση, αποξήρανση ελών κτλ.)· (πρβ. εγγειοβελτιωτικά έργα): Οργανισμός Εγγείων Bελτιώσεων. Έγγειοι φόροι, που επιβάλλονται σε κπ. για τα έσοδα που αποκομίζει από την καλλιέργεια της γης.

[λόγ. < αρχ. ἔγγειος `της γης, κτηματική περιουσία΄ & σημδ. γαλλ. foncier]

εγγενής -ής -ές [enjenís] Ε10 : (λόγ.) που υπάρχει σε κτ. από την πρώτη στιγμή της γέννησής του, της δημιουργίας του· (πρβ. σύμφυτος, συγγενής): Εγγενείς δυσχέρειες / δυσκολίες. Εγγενή προβλήματα. Οι εγγενείς αδυναμίες του νεοελληνικού κράτους. || (φιλοσ.): Εγγενείς ιδέες, που είναι έμφυτες στον ανθρώπινο νου, που υπάρχουν πριν από κάθε εμπειρία. || (βιολ.): ~ αναπαραγωγή, που γίνεται με γονιμοποίηση. Εγγενή αντανακλαστικά, που δεν είναι αποτέλεσμα εμπειρίας (όπως, π.χ. ο θηλασμός)· (πρβ. ενστικτώδης).

[λόγ. < αρχ. ἐγγενής]

εγγίζω [engízo] Ρ2.1α πρτ. ήγγιζα, αόρ. ήγγισα, απαρέμφ. εγγίσει : (λόγ.) αγγίζω. (έκφρ.) ~ / αγγίζω τα όρια*.

[λόγ. < αρχ. ἐγγίζω]

εγγλέζικος -η -ο [eŋglézikos] Ε5 : (οικ.) που ανήκει, αναφέρεται στους Εγγλέζους ή στην Aγγλία, ή που προέρχεται από αυτή· (πρβ. αγγλικός, βρετανικός): Εγγλέζικα προϊόντα / υφάσματα. Εγγλέζικες λίρες. || (ως ουσ.) τα εγγλέζικα, η αγγλική γλώσσα, τα αγγλικά. εγγλέζικα ΕΠIΡΡ στην αγγλική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[Εγγλέζ(ος) -ικος]

εγγλεζοπούλα η [eŋglezopúla] Ο25α : (οικ.) νεαρή Εγγλέζα ή κόρη Εγγλέζου.

[Εγγλέζ(α) -οπούλα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες