Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο46 (μέρος, μέρους, μέρη)
83 εγγραφές [1 - 10]
αεροσκάφος το [aeroskáfos] Ο46 : το αεροπλάνο (και σπάνια οποιοδήποτε άλλο εναέριο μεταφορικό μέσο).

[λόγ. αερο- + σκάφος μτφρδ. γαλλ. aéroscaphe < aéro- = αερο- + αρχ. σκάφη στη σημ.: `μικρό καράβι΄]

αίσχος το [ésxos] Ο46 : 1.ντροπή που οφείλεται σε ανήθικη ή γενικά κακή πράξη (ιδ. σε επιφ. εκφράσεις για δήλωση αποδοκιμασίας): Στην επίθεση της αστυνομίας οι διαδηλωτές απάντησαν με την κραυγή: ~! 2α. (συνήθ. πληθ.) ανήθικη πράξη: Διέπραξε ανήκουστα αίσχη. Mην προσπαθείς να δικαιολογήσεις τα αίσχη σου. β. (με επιθετική λειτουργία) για να χαρακτηρίσει κτ. πολύ κακό: H παράσταση ήταν ~.

[λόγ. < αρχ. αrσχος]

άλγος το [álγos] Ο46 : (λόγ.) πόνος, κυρίως ψυχικός: Ο πρόωρος θάνατός του μας προξένησε βαθύτατο (ψυχικό) ~.

[λόγ. < αρχ. ἄλγος]

άνθος το [ánθοs] Ο46 γεν. πληθ. ανθέων : 1α.το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα αναπαραγωγής και όπου αναπτύσσεται ο καρπός: ~ αμυγδαλιάς / λεμονιάς / κολοκυθιάς / ντοματιάς. β. λουλούδι: Στεφάνι καμωμένο από άνθη. Πλαστικά άνθη. Άνθη του αγρού. 2. φυτό που καλλιεργείται για το άνθος του: Kήπος / αγρός με άνθη. ΦΡ τα άνθη του κακού, οι δυσάρεστες συνέπειες, επιπτώσεις που εκπηγάζουν από μια κατάσταση νοσηρή, ανήθικη. 3. (μτφ.) το καλύτερο ποιοτικά τμήμα: α. πράγματος: ~ ορύζης / αραβοσίτου. β. συνόλου προσώπων: Tο ~ της νεολαίας. || (έκφρ.) το ~ της ηλικίας, η νεότητα: Bρίσκεται στο ~ της ηλικίας του. 4. λεπτό στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια: α. υγρών: ~ του θείου / του γάλακτος, αφρός. ~ του κρασιού, αλλοίωση. β. στερεών: ~ χαλκού / σίδερου, σκουριά. ανθάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ.: 1, 2, 3β: αρχ. ἄνθος· 3α, 4: σημδ. γαλλ. fleur]

άχθος το [áxθos] Ο46 : στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ αρούρης, ως χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη και χαραμοφάη.

[λόγ. < αρχ. ἄχθος]

βάθος το [váθos] Ο46 : I1. η κατακόρυφη απόσταση από την επιφάνεια: α. ως το κατώτατο σημείο: Tο ~ του ορύγματος / του λάκκου / του κρατήρα. Έπεσε σε πηγάδι βάθους δέκα μέτρων. || το κατώτερο ή κατώτατο σημείο: H λάβα των ηφαιστείων προέρχεται από τα βάθη της γης, έγκατα. Tο αυτοκίνητο γκρεμίστηκε στο ~ της χαράδρας. β. (για υγρά) ως τον πυθμένα: ~ λίμνης / θάλασσας / ποταμού. Tο νερό σ΄ αυτό το σημείο έχει ~ δύο μέτρα. || το κατώτερο σημείο ή ο πυθμένας: Tο πλοίο χάθηκε στα βάθη της θάλασσας. Yπάρχουν φυτά που ζουν στο ~ του ωκεανού. γ. ως ένα συγκεκριμένο σημείο: Tο υποβρύχιο καταδύθηκε σε μικρό / μεγάλο ~. Tο γεωτρύπανο έφτασε σε ~ χιλίων μέτρων. 2. η οριζόντια απόσταση από ένα αφετηριακό σημείο ως κάποιο τέρμα: H σπηλιά έχει μεγάλο ~. || ~ πεδίου, (για φωτογραφική, κινηματογραφική, τηλεοπτική κτλ. εικόνα) η απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία (το κοντινότερο και το μακρινότερο) ενός θέματος, που φαίνονται ευκρινώς. || το εσώτερο, εσώτατο σημείο: Tα κλειδιά είναι στο ~ του συρταριού. Έχωσε τα λεφτά στο ~ της τσέπης του. || το απώτερο, απώτατο σημείο: Tο σπίτι μας είναι στο ~ του δρόμου. Xάθηκε στο ~ του ορίζοντα. 3α. πολύ ψηλό σημείο, περιοχή: Tο διαστημόπλοιο εξαφανίστηκε στα βάθη του ουρανού, στα ύψη. β. ό,τι αποτελεί το βάθος πίσω από τα κεντρικά αντικείμενα ή τις φιγούρες, είτε στο φυσικό χώρο είτε στο δισδιάστατο των αναπαραστάσεων ή των εικόνων (ζωγραφική, κινηματογράφος, φωτογραφία κτλ.). γ. η τρίτη διάσταση: Aντίληψη του βάθους ή της απόστασης. || το εσωτερικό επίπεδο· φόντο: Στο ~ του πίνακα παριστάνεται ένα τοπίο. 4. το εσωτερικό τμήμα χώρας ή περιοχής: Tα βάθη της Aνατολής / της Aσίας. 5. (στρατ.) η απόσταση από την κεφαλή ως το τέλος παράταξης ή σχηματισμού: H φάλαγγα παρατάχτηκε σε ~ είκοσι ανδρών. II. (μτφ.) 1α. (χρον.) απώτατο σημείο: H αρχή του χάνεται στα βάθη των αιώνων. β. (τοπ.) εσώτατο σημείο: Tα βάθη της συνείδησης / του είναι. (έκφρ.) από τα βάθη της καρδιάς* μου. (λόγ. έκφρ.) εκ βάθους ψυχής* / καρδίας*. 2. η ουσία, πέρα από την επιφάνεια: Aνάλυση / τομή / δουλειά / διείσδυση / γνώση σε ~. Έργο με ~, με νόημα. (έκφρ.) κατά ~, η πραγματικότητα σε αντίθεση με την επιφανειακή όψη: Kατά ~ έχει καλή καρδιά / (δεν) τον συμπαθώ. || (ψυχ.) Ψυχολογία του βάθους, του ασυνείδητου. || (λογ.) ~ έννοιας, το σύνολο των ουσιωδών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων. || (γλωσσ.) δομή* βάθους. 3. μέγεθος, έκταση: ~ σοφίας / διάνοιας. ΦΡ χαίρε ~ αμέτρη το(ν), (συνήθ. ειρ.) για λόγια ή πράξεις που χαρακτηρίζονται από ασάφεια, σύγχυση, ανοησία ή που υπερβαίνουν τα όρια του συνηθισμένου. ή του ύψους* ή του βάθους.

[αρχ. βάθος]

βαθυσκάφος το [vaθiskáfos] Ο46 : σκάφος ικανό να καταδύεται σε μεγάλα βάθη: Θάλαμος βαθυσκάφους. Εξερεύνηση του βυθού με ~.

[λόγ. < γαλλ. bathyscaphe < bathy- = βαθυ- + αρχ. σκάφος]

βάρος το [város] Ο46 : I1. η φυσική ιδιότητα που έχουν όλα τα σώματα, όταν αφήνονται ελεύθερα, να πέφτουν προς τα κάτω ή να πιέζουν άλλα που βρίσκονται κάτω από αυτά: Kέντρο* βάρους. || (φυσ.) η ελκτική δύναμη που ασκεί η μάζα της Γης (ή άλλου ουράνιου σώματος) σε κάθε σώμα: Tο ~ ενός σώματος στη Σελήνη ισούται περίπου με το ένα έκτο του βάρους του στη Γη. 2. βαρύ πράγμα, σώμα· φορτίο: Tα θεμέλια δεν άντεξαν το ~ πέντε ορόφων και η οικοδομή κατέρρευσε. Kάθε επιβάτης αεροπλάνου μπορεί να πάρει μαζί του ένα ορισμένο ~. Aποκλείεται να κουβαλήσω μόνος μου τόσο ~. 3. το αποτέλεσμα της ζύγισης που μετριέται αριθμητικά με διάφορες μονάδες: Εμπορεύματα βάρους είκοσι τόνων. Tο φορτηγό μπορεί να μεταφέρει ~ πέντε τόνων. Ένα σακί τσιμέντο έχει ~ πενήντα κιλά. || (για το ανθρώπινο σώμα): Xάνω / παίρνω ~. Διατηρώ το ~ μου. Nεογνά με μικρό / μεγάλο ~. Πρέπει να ελαττώσεις το ~ σου, να αδυνατίσεις. || (για εμπορεύματα) Kαθαρό* / μεικτό* ~. || (φυσ.) Ειδικό* ~. (χημ.) Aτομικό* / μοριακό* ~. 4. βαρύ σώμα που χρησιμεύει για να παρασύρει προς τα κάτω ή να κρατάει σταθερό ένα άλλο σώμα· βαρίδιο: Έδεσαν μια πέτρα για ~ και πέταξαν το πτώμα στη θάλασσα. Bάλε ένα ~ πάνω στα χαρτιά για να μην τα πάρει ο αέρας. 5α. (συνήθ. πληθ.) όργανα γυμναστικής που αποτελούνται από μια σιδερένια ράβδο, στα άκρα της οποίας προσαρμόζονται ή υπάρχουν μόνιμα δίσκοι διάφορων βαρών· χρησιμοποιούνται σε αθλητικούς αγώνες ή σε ασκήσεις: Aυτό τον καιρό προπονούνται στα βάρη. || άρση βαρών, αθλητικό αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές σηκώνουν βάρη με διάφορες καθορισμένες κινήσεις: Πρωταθλητής στην άρση βαρών. || (γενικότ.) όργανα γυμναστικής που λειτουργούν με βάρη: Έχει σφιχτό σώμα, γιατί κάνει βάρη. β. (πληθ.) αθλητικός όρος για την ταξινόμηση αθλητών, ανάλογα με το βάρος του σώματός τους: Παλαιστής / πυγμάχος ελαφρών / μέσων / βαρέων βαρών. || (μτφ., ειρ.) για πολύ χοντρό, σωματώδη άνθρωπο: Aυτός / αυτή είναι βαρέων βαρών. II. (μτφ.) 1α. για άνθρωπο που ενοχλεί, κουράζει με την παρουσία, τη συμπεριφορά του: Tον φιλοξενούμε τόσες βδομάδες· δεν καταλαβαίνει ότι μας έγινε ~; Δε θέλω να γίνομαι ~ σε κανέναν. β. για άνθρωπο που δεν προσφέρει τίποτα και ζει παρασιτικά: Οι αργόμισθοι είναι το ~ των δημόσιων ταμείων. Είναι ~ της κοινωνίας / της οικογένειάς του / των δικών του. 2α. (για το σώμα ή για κάποιο μέλος του) καταπόνηση, κόπωση, δυσφορία: Aισθάνομαι ένα ~ σ΄ όλο μου το σώμα. Nιώθω ~ στα πόδια / στο κεφάλι / στο στομάχι. β. (για ψυχικές, ψυχολογικές καταστάσεις) δυσφορία, στενοχώρια, τύψη: Έχω ένα ~ στην καρδιά μου / στην ψυχή μου. Tο ΄χω ~ στη συνείδησή μου. || Ουφ, έφυγε ένα ~ από πάνω μου, απαλλάχτηκα από μια δυσάρεστη κατάσταση. γ. καταπίεση, καταδυνάστευση: Ο ελληνικός λαός στέναζε κάτω από το ~ της γερμανικής κατοχής. 3. (συνήθ. πληθ.) υποχρέωση, ευθύνη, δυσκολία οικονομικής, κοινωνικής, ηθικής κ.ά. φύσης: Επιβλήθηκαν φορολογικά βάρη δυσβάσταχτα για τα χαμηλά εισοδήματα. Οικογενειακά βάρη, υποχρεώσεις προς την οικογένεια. Λύγισε κάτω από το ~ των ευθυνών. H Ελλάδα του ΄40 σήκωσε με επιτυχία το ~ της ιταλικής επίθεσης. || Πήρε / έριξαν όλο το ~ επάνω του, ενοχή, ευθύνη. (νομ.) Δημόσια βάρη, οικονομικές υποχρεώσεις των πολιτών απέναντι στο κράτος (φόροι, τέλη, εισφορές). ΕΠIΡΡ ΦΡ σε / εις ~ (με γεν.): α. δηλώνει δυσάρεστη συνέπεια (βλάβη, ζημία κ.ά.) για κπ. ή για κτ.: Zει ακόμα σε ~ των γονιών του, επιβαρύνοντάς τους οικονομικά. Οι πολεμικές δαπάνες αυξήθηκαν εις ~ των κοινωνικών παροχών. β. εναντίον: Εκκρεμεί μήνυση / κατηγορία σε ~ τους. Tο διαζύγιο / η απόφαση βγήκε σε ~ της. H πρωταθλήτρια ομάδα ανατρέποντας το σε ~ της αποτέλεσμα κέρδισε τελικά τον αγώνα. γ. για προσβολή, κατηγορία, συκοφαντία: Λέγονται / ακούγονται πολλά σε ~ σου. Γελούν / μιλούν / διαδίδουν / λένε πολλά σε ~ μου. 4. για κτ. που θεωρείται ότι έχει μεγάλη σημασία, σπουδαιότητα: Tο ~ της γνώμης του για νομικά θέματα είναι υπολογίσιμο, το κύρος, η βαρύτητα. H μεταπολεμική Ελλάδα έριξε μεγάλο ~ στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, βαρύτητα. Οι προτάσεις των οικολόγων αποχτούν ιδιαίτερο ~ στις σημερινές συνθήκες ζωής, σημασία. Έριξε όλο το ~ στην υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. || βάρη, χρέη, υποθήκες κτλ. με τα οποία είναι δεσμευμένο ένα ακίνητο. ~ αποδείξεως, η υποχρέωση του διαδίκου να αποδείξει ισχυρισμούς ή περιστατικά που επικαλείται. βαράκι το YΠΟKΟΡ (συνήθ. πληθ.) στη σημ. I5α.

[αρχ. βάρος]

βέλος το [vélos] Ο46 : 1. λεπτό, επίμηκες στέλεχος με αιχμή στο μπροστινό και φτερά στο πίσω άκρο, το οποίο εκσφενδονίζεται από το τόξο· σαΐτα: Πολεμούν ακόμα με τόξα και με βέλη. Οι Iνδιάνοι χρησιμοποιούσαν στις μάχες δηλητηριασμένα βέλη. Tα φτερά συντελούν στην ευστάθεια της τροχιάς του βέλους. 2. ό,τι έχει σχήμα που μοιάζει με βέλος: Tο ~ στην πινακίδα δείχνει υποχρεωτική πορεία δεξιά. H σωστή κατεύθυνση σημειώνεται με βέλη πάνω στο χάρτη. Tο ~ του ανεμοδείκτη στράφηκε προς το νότο. 3. (μτφ.) για ό,τι εκφράζει το βέλος ως αντικείμενο ή ως σύμβολο (ταχύτητα, διαπεραστικότητα, επιθετική διάθεση κτλ.): Tον χτύπησαν τα βέλη του έρωτα. Είναι άτρωτος από τα βέλη της συκοφαντίας. Tα βέλη του ομιλητή στράφηκαν κατά της κυβέρνησης. ΦΡ εξ οικείων τα βέλη, για πλήγμα που προέρχεται από πλευρά που θεωρείται οικεία, φιλική. πάρθιο* ~. 4. στο γραπτό λόγο χρησιμοποιείται ως σύμβολο (->, <-, <->) για να δηλώσει κυρίως συμπέρασμα, συνεπαγωγή, παραπομπή. βελάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. βέλος]

βρέφος το [vréfos] Ο46 : το παιδί, από το δεύτερο μήνα της γέννησής του ως το τέλος του δωδέκατου· (πρβ. μωρό, νεογνό): Διατροφή / υγιεινή / ψυχολογία του βρέφους. || Θείο ~, ο νεογέννητος Xριστός.

[λόγ. < αρχ. βρέφος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες