Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλεπού η [alepú] Ο37 : 1.σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και του οποίου το πιο κοινό είδος έχει πλούσιο κοκκινωπό τρίχωμα, μυτερό ρύγχος και φουντωτή ουρά και είναι παροιμιώδες για την πονηριά του: Γκρίζα / μαύρη ~, που το δέρμα της χρησιμοποιείται στη γουνοποιία. Είναι πονηρός / παμπόνηρος σαν ~. ΦΡ τι θέλει / τι γυρεύει η ~ στο παζάρι;, για κπ. που βρίσκεται σε ένα περιβάλλον όπου δεν ταιριάζει ή που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις. ΠAΡ Όσα δε φτάνει η ~ τα κάνει κρεμαστάρια, για κπ. που προσποιείται ότι δεν ενδιαφέρεται να αποκτήσει κτ., επειδή ξέρει ότι δεν μπορεί να το κατορθώσει. Ο λύκος έχει τ΄ όνομα κι η ~ τη χάρη, για να δηλώσουμε ότι η εξυπνάδα είναι ανώτερη από τη σωματική δύναμη. 2. (μτφ.) άνθρωπος πονηρός και πανούργος: Είναι αυτός μια ~! H γριά ~, για ηλικιωμένο και πονηρό άνθρωπο. (έκφρ.) πονηρή ~, για πολύ πονηρό άνθρωπο.
αλεπουδίτσα η YΠΟKΟΡ α. μικρή αλεπού. β. (μτφ., συναισθ.) για πονηρό κορίτσι ή νεαρή γυναίκα. αλεπουδάκι το YΠΟKΟΡ το μικρό της αλεπούς. ΠAΡ Εκατό χρονών η αλεπού, εκατόν δέκα το ~, για κπ. που παριστάνει τον πολύ έμπειρο και που νομίζει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει ή να ξεγελάσει κάποιον άλλο μεγαλύτερο και εμπειρότερο. [ελνστ. ἀλωπά, παράλλ. τ. του αρχ. ἀλώπηξ (πρβ. αρχ. επίθ. ἀλωπός `πανούργος΄, ελνστ. αρσ. `αρσενική αλεπού΄) > μσν. αλωπώ (κατά το επίθημα -ώ, δες λ.) > αλωπού (με μεταπλ. -ώ > -ού, δες -ού) > αλουπού (με υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ) > μσν. αλεπού (με τροπή [u > e] αναλ. προς άλλες λ. με αντ. εξέλ. [e > u] από επίδρ. του [l] ή του [p] )· αλεπουδ- (αλεπού) -ίτσα]
- ασπρορουχού η [asproruxú] Ο37 : (παρωχ.) μοδίστρα που έραβε ασπρόρουχα.
[ασπρόρουχ(ο) -ού]
- βιζιτού η [vizitú] Ο37 : (λαϊκ.) η πόρνη.
[βίζιτ(α) -ού]
- βυζαρού η [vizarú] Ο37 : (οικ.) γυναίκα με μεγάλα βυζιά.
[βυζ(ί) -αρού, θηλ. του -αράς]
- καλντεριμιτζού η [kalderimidzú] Ο37 : (λαϊκ.) γυναίκα ελευθερίων ηθών· γυναίκα του πεζοδρομίου, τροτέζα.
[καλντερίμ(ι) -ιτζού, θηλ. του -ιτζής (πρβ. τουρκ. kaldιrιmcι για άντρα που τριγυρνάει στους δρόμους)]
- καλυμματού η [kalimatú] Ο37 : (οικ.) ράφτρα που ράβει καλύμματα επίπλων.
[καλυμματ- (κάλυμμα) -ού]
- καμπαρετζού η [kabaredzú] Ο37 : (λαϊκ., μειωτ.) γυναίκα, συνήθ. ελευθερίων ηθών, που εργάζεται σε καμπαρέ, κρατάει συντροφιά στους πελάτες και πίνει μαζί τους.
[καμπαρέ -τζού, θηλ. του -τζής]
- καμωματού η [kamomatú] Ο37 : (οικ.) γυναίκα που, με την κάπως προσποιητή αλλά χαριτωμένη συμπεριφορά της, προκαλεί το ανδρικό συνήθ. ενδιαφέρον· ναζιάρα.
[καμωματ- (κάμωμα) -ού]
- καφετζού η [kafedzú] Ο37 : (οικ.) 1. γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με την πρόβλεψη αυτών που πρόκειται να συμβούν, παρατηρώντας τα σχήματα που παίρνει το κατακάθι του ελληνικού καφέ μέσα στο φλιτζανάκι: Kάποιοι που καταφεύγουν σε καφετζούδες και μάγους απογοητεύονται σίγουρα. 2. (σπάν.) η γυναίκα του καφετζή, η οποία εργάζεται συνήθ. στο καφενείο. 3. γυναίκα που της αρέσει πολύ ο καφές, που πίνει πολλούς καφέδες: Nα ελαττώσω τον καφέ ναι, αλλά να τον κόψω εντελώς αποκλείεται· είμαι ~.
[καφετζ(ής) -ού]
- κουμποτρυπού η [kumbotripú] Ο37 : γυναίκα ειδικευμένη στη χρήση μηχανών για κουμπότρυπες.
[κουμπότρυπ(α) -ού]