Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαν
21 εγγραφές [1 - 10]
σαν [sán] επίρρ. : I. στη θέση πρόθεσης εκφράζει: 1. παρομοίωση· όπως ακριβώς: Πέθανε ~ αληθινός ήρωας. Σου μιλώ ~ φίλος. Λάμπει ~ τον ήλιο. Tρέχει ~ ζαρκάδι. Σκαρφαλώνει ~ κατσίκι. Tρέμει ~ λαγός. Tον θεωρεί ~ πατέρα της. Tον αγαπάει ~ αδελφό της. Παρουσιάστηκε ~ σωτήρας. Περπατούσε ~ μεθυσμένος / ~ υπνοβάτης. Έγινε ~ σκελετός / ~ τσίρος. Επιτέλους να ζήσω κι εγώ ~ άνθρωπος. || με γενική σε ελλειπτικό λόγο: Έχει φωνή ~ του αηδονιού, σαν τη φωνή του αηδονιού. 2. πραγματική κατάσταση ή ιδιότητα εξαιτίας της οποίας ισχύει το νόημα της πρότασης: ~ παπάς είχε και άλλα καθήκοντα, επειδή ήταν παπάς. ~ διευθυντής του εργοστασίου ήταν πολύ απασχολημένος, επειδή, αφού ήταν διευθυντής. 3. αντικατάσταση: Tο χρησιμοποίησε ~ κοπίδι, ως, για. Είπε μερικά λόγια στην αρχή ~ εισαγωγή, εισαγωγικά, αντί για εισαγωγή. II1. πριν από πρόταση ή όρο πρότασης μετριάζει τη βεβαιότητα ή το απόλυτο νόημά τους: ~ να έχουμε γνωριστεί / συναντηθεί και παλιότερα, μάλλον έχουμε… ~ να έχεις δίκιο, μάλλον… ~ πολλά δε μας τα λες; ~ να παραπήρες φόρα / ~ να το παρακάνει. ~ να παρακάθισα. ~ γνωστός μού φαίνεστε. ~ να φαίνεται ότι θα χιονίσει. ~ να μην έφταναν όλα τα άλλα, δεν έφταναν όλα τα άλλα. ~ να μην τους ξέρεις, τους ξέρεις και πολύ καλά. ~ δεν ντρέπεσαι…, δεν ντρέπεσαι; || ~ με επίθετο ή επίρρημα: ~ καλό (να) είναι, μου φαίνεται πως είναι καλό. ~ καλά βολεύτηκες, σχετικά καλά. ~ λίγο γρήγορα τελείωσες. ~ κάπως απρόσεχτα να οδηγείς. || σε ευθύ ή πλάγιο ερωτηματικό λόγο για να δηλώσει έντονη απορία, ειρωνεία: ~ τι έκανε και ζήτησε τόσο μεγάλη αμοιβή; ~ πόσα λεφτά λες να ζητήσω; ~ τι να θέλει;, άραγε τι θέλει; ~ ποιος να είναι τέτοια ώρα;, άρα γε… 2. ~ με χρονικό επίρρημα: ~ τώρα, όπως τώρα. ~ σήμερα, για την επέτειο ενός σημαντικού γεγονότος· αυτήν την ημέρα: ~ σήμερα έπεσε η Πόλη. ~ σήμερα οχτώ, σήμερα κλείνουν / είναι οχτώ ημέρες. ~ χθες οχτώ, χθες έκλεισαν / ήταν οχτώ ημέρες. ~ χθες, για περιόδους της ζωής, γεγονότα κτλ. τα οποία, αν και πέρασε πολύς καιρός που τα ζήσαμε, εντούτοις διατηρούνται στη μνήμη μας ολοζώντανα: ~ χθες ήταν που πήγαινε A' Δημοτικού, ακόμη χτες… ~ χθες μου φαίνεται που το είχα μωρό στην αγκαλιά, πότε μεγάλωσε κιόλας. III. χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος: 1. αναφορικός / υποθετικός: Mίλα ~ να τα έχεις ξεχάσει όλα, όπως αν τα είχες ξεχάσει όλα. Aισθάνθηκα ~ να υπήρχε και κάποιος άλλος στο δωμάτιο. Aνασηκώθηκε ~ κάτι να ζητούσε. Kουνούσαν τα χέρια τους ~ να ζητούσαν βοήθεια. 2. (συνήθ. προφ. ή και λαϊκότρ.) α. χρονικός· όταν: ~ άρχισε ο πόλεμος ήταν μόλις δεκαέξι χρονών. ~ τον είδε από μακριά, έτρεξε να τον προϋπαντήσει. ~ ξημέρωσε, ξεκίνησαν για τα βουνά. β. ~… που, αιτιολογικός· επειδή, αφού, εφόσον: Ήθελε μια γυναίκα τίμια και καλή ~ τίμιος και καλός που ήταν και ο ίδιος. Tρέξε να τους βοηθήσεις, ~ πιο μικρός που είσαι. γ. χρονικός / αιτιολογικός· όταν, αφού, επει δή: Kάτι άρχισε να μουρμουρίζει ~ κατάλαβε πως θα έμεναν εκεί το βρά δυ. δ. υποθετικός· αν: ~ θέλει ξεκινάει κι έρχεται. ~ θέλει η νύφη κι ο γαμπρός… IV. επιφωνηματικά και σε ερωτηματικό τόνο δηλώνει την πλήρη αδιαφορία του ομιλητή στα λόγια ή στη συμβουλή του συνομιλητή του: Σε ζήτησε ο διευθυντής. - Ε και ~;, δε με νοιάζει αν με ζήτησε. Nύχτωσε. - Kαι ~;, και τι μ΄ αυτό.

[μσν. σαν < ελνστ. ὡσάν < αρχ. φρ. ὡς ἄν `έτσι που, για να΄]

σαν φιστίκ το [sán fistík] Ο (άκλ.) : φιστίκι Aιγίνης.

[τουρκ. şamfιstιğι (“φιστίκι της Συρίας”) με διαίρεση στα δύο συνθετικά, τροπή του τελικού [m > n] και προσαρμ. στη λ. φιστίκι]

σανατόριο το [sanatório] Ο40 : θεραπευτήριο σε ορεινή περιοχή με ξηρό κλίμα, όπου νοσηλεύονταν ασθενείς με παθήσεις του θώρακα και κυρίως φυματικοί.

[λόγ. < αγγλ. sanatori(um) -ον (< υστλατ. sanatorius `θεραπευτικός΄) κατά το λατ. πρότυπο]

σανδάλι το [sanδáli] & σαντάλι το [sandáli] Ο44 : ελαφρό πέδιλο που αποτελείται από ένα λεπτό ίσιο πάτο, συγκρατείται στο πόδι με λεπτά λουριά και δένεται ψηλά ή χαμηλά στη γάμπα.

[λόγ. < αρχ. σανδάλιον υποκορ. του σάνδαλον (προφ. [nd] )· προσαρμ. στη δημοτ. με τροπή [nδ > nd] ]

σανδαλοποιείο το [sanδalopiío] Ο39 : εργαστήριο στο οποίο κατασκευά ζονται σανδάλια.

[λόγ. σανδάλ(ιον) -ο- + -ποιείον]

σανδαλοποιός ο [sanδalopiós] Ο17 : αυτός που κατασκευάζει σανδάλια.

[λόγ. σανδάλ(ιον) -ο- + -ποιός]

σανίδα η [saníδa] Ο26 : επεξεργασμένο κομμάτι ξύλου, μακρόστενο, επίπεδο και πλατύ με πολύ μικρό πάχος: Ελάτινες / δρύινες σανίδες. Σανίδες του πατώματος. Έκλεισε το άνοιγμα με σανίδες. Είναι σαν ~, κυρίως για πολύ αδύνατη γυναίκα, χωρίς καθόλου καμπύλες. ΦΡ βρε(γ)μένη* ~. ~ σωτηρίας, το έσχατο μέσο σωτηρίας σε στιγμές υπέρτατης απόγνωσης. || (προφ.) ~ του σιδερώματος, η σιδερώστρα. ~ καταδύσεων, η εξέδρα στην πισίνα.

[αρχ. σανίς, αιτ. -ίδα]

σανιδένιος -α -ο [saniδénos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από σανίδι, συνήθ. όταν πρόκειται για ευτελές ξύλο: Σανιδένιο πάτωμα. Σανιδένιο τραπέζι.

[σανίδ(α), σανίδ(ι) -ένιος]

σανίδι το [saníδi] Ο44 : 1. σανίδα: Tα σανίδια του πατώματος είναι φθαρμένα. || για ευτελή ξυλεία επίπλωσης. 2. (οικ.) η σκηνή του θεάτρου: Είναι τριάντα χρόνια στο ~. Πέθανε πάνω στο ~. Ο ηθοποιός ζει μια άλλη ζωή πάνω στο ~.

[μσν. σανίδι < αρχ. σανίδιον (υποκορ. του σανίς)]

σανίδωμα το [saníδοma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σανιδώνω. α. η επίστρωση μιας επιφάνειας με σανίδες· σανίδωση. β. τα σανίδια που καλύπτουν μια επιφάνεια.

[ελνστ. σανίδωμα `ξύλινη κατασκευή΄ κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες