Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
466 εγγραφές [421 - 430] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εντόσθια τα [endósθia] Ο40 : τα όργανα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή και θωρακική κοιλότητα ζώου, κυρίως σφαγίου· (πρβ. σπλάχνα, σωθικά).
[λόγ. < αρχ. ἐντόσθια]
- εντούτοις [endútis] σύνδ. αντιθ. : σε παρατακτική σύνδεση, ύστερα από τελεία ή άνω τελεία και κυρίως στην αρχή της πρότασης, εκφράζει εναντίωση προς τα προηγούμενα· παρ΄ όλα αυτά, μολαταύτα: Έγιναν πολλές συζητήσεις· ~ το πρόβλημα δε λύθηκε ακόμη. || συχνά για να δηλωθεί εντονότερα και εξαρχής η ισχυρή αντίθεση ανάμεσα στα δύο συνδεόμενα μέλη, προηγείται δευτερεύουσα εναντιωματική πρόταση: Παρόλο που προσπάθησε πολύ, ~ δεν κατάφερε να τον μεταπείσει. Aν και γενικά συμφωνούσε, ~ δεν υπέγραψε τη δήλωση.
[λόγ. < μσν. φρ. εν τούτοις (δοτ. της αντων. τούτο) `στο αναμεταξύ΄ σημδ. γερμ. indessen]
- εντράδα η [endráδa] Ο26 : γενική ονομασία ποικίλων φαγητών από κρέας και λαχανικά.
[βεν. *entrada (πρβ. ιταλ. entrata, βεν. intrada `είσοδος΄)]
- εντρέπομαι [endrépome] Ρ αόρ. εντράπηκα, απαρέμφ. εντραπεί : (λόγ.) ντρέπομαι.
[λόγ. < ελνστ. ἐντρέπομαι, αρχ. σημ.: `στρίβω πίσω, διστάζω΄]
- εντριβή η [endriví] Ο29 : (και ιατρ.) τρίψιμο της επιφάνειας του δέρματος για θεραπευτικό σκοπό (απορρόφηση φαρμακευτικής ουσίας, αύξηση της αιμάτωσης, ανακούφιση από πόνο κτλ.): Δυνατή / ελαφριά ~. ~ με οινόπνευμα.
[λόγ. < αρχ. ρ. ἐντρίβ(ω) `αλείφω με αρωματικές ουσίες΄ -ή κατά το σχ.: τρίβω - τριβή απόδ. γαλλ. friction]
- έντρομος -η -ο [éndromos] Ε5 : που κυριαρχείται από τρόμο· τρομαγμένος, καταφοβισμένος: Έτρεξαν έντρομοι να κρυφτούν. || που δείχνει τρόμο: Έντρομο ύφος / βλέμμα.
[λόγ. < ελνστ. ἔντρομος `που τρέμει΄]
- εντροπαλός -ή -ό [endropalós] Ε1 : (λόγ.) ντροπαλός.
[λόγ. < μσν. εντροπαλός < εντροπ(ή) -αλός]
- εντροπή η [endropí] Ο29 : (λόγ.) ντροπή.
[λόγ. < αρχ. ἐντροπή `σεβασμός, σεμνότητα΄]
- εντροπία η [endropía] Ο25 : 1.(φυσ.) η λειτουργία που καθορίζει την αταξία (κατάσταση έλλειψης τάξης) ενός συστήματος η οποία αυξάνεται, όταν αυτό εξελίσσεται προς άλλη κατάσταση αυξημένης αταξίας. 2. (στη θεωρία των πληροφοριών) ο αριθμός που εκφράζει το βαθμό ανταγωνισμού των δυνατών απαντήσεων σε ένα και το αυτό ερέθισμα.
[λόγ. < διεθ. en- = εν- -tropy < αρχ. τροπ(ή) `στροφή΄ -ία (διαφ. το αρχ. ἐντροπία = ἐντροπή (δες εντροπαλός))]
- εντροπιάζω [endropxázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) ντροπιάζω.
[λόγ. < μσν. εντροπιάζω < εντροπ(ή) -ιάζω]