Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Π
5.181 εγγραφές [11 - 20]
μπαγκανότα η [baŋganóta] & παγκανότα η [paŋganóta] Ο25 : τραπεζογραμμάτιο. || (ειδικότ.) παλαιά (ως τις αρχές του αιώνα μας) χάρτινη τουρκική λίρα.

[ιταλ. banconota `τραπεζογραμμάτιο΄ ( [o > a] κατά τη λ. μπάνκα) < αγγλ. bank note· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

μπάντα 1 η [bánda] & πάντα η [pánda] Ο25α : 1α. (προφ.) η καθεμιά από τις πλευρές ενός πράγματος: H μία / η άλλη ~. ΦΡ έχω / βάζω / αφήνω κτ. στην ~: α. το παραμερίζω ή αδιαφορώ γι΄ αυτό και με επέκταση το κρατώ για μελλοντική χρήση. β. (για χρήματα) αποταμιεύω: Έχει κάτι στην ~ για να παντρέψει την κόρη του. κάνω / είμαι στην ~, παραμερίζω, πηγαίνω στην άκρη ή αδιαφορώ, παύω να ασχολούμαι με κτ., ιδίως με τα κοινά. βάζω κπ. στην ~, τον παραγκωνίζω. β. (σπάν.) ακραία ή απόμερη θέση. 2. είδος υφαντού ή κεντήματος για τοίχο: Πάνω από το ντιβάνι υπήρχε μια ~.

[ιταλ. banda· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

μπαρδόν [barδón] & παρδόν [parδón] : (λαϊκ.) παρντόν. || (ως ουσ., λαϊκ.): Mε το ~, με το συμπάθιο.

[< μπαρντόν, παρντόν με τροπή [d > δ] για να δοθεί λόγ. χαρακτήρας στη λ.]

μπατανία η [batanía] & πατανία η [patanía] Ο25 : (λαϊκότρ.) είδος κουβέρτας λαϊκής προέλευσης που υφαίνεται με μάλλινο υφάδι και με τέτοιον τρόπο, ώστε να σχηματίζονται διάφορα σχέδια.

[τουρκ. batani(ye) (κατά τη λ. κουβέρτα)· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

μπετούγια η [betúja] & πετούγια η [petúja] Ο25α : η λαβή, συνήθ. μεταλλική, της πόρτας που χρησιμοποιείται για το άνοιγμα ή για το κλείσιμό της· (πρβ. πόμολο).

[;]

μπεχλιβάνης ο [bexlivánis] & πεχλιβάνης ο [pexlivánis] Ο11 : (λαϊκότρ.) 1. αυτός που σε δημόσιες, συνήθ. υπαίθριες, παραστάσεις, επιδεικνύει τις σωματικές ικανότητές του για βιοπορισμό. 2. για άνθρωπο δυνατό ή παλικαρά.

[τουρκ. pehlivan (από τα περσ.) -ης & ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]

μπιστικός ο [bistikós] & πιστικός ο [pistikós] Ο17 : (λαϊκότρ.) μισθωτός τσομπάνος.

[μσν. μπιστικός (στη νέα σημ.) < ελνστ. πιστικός `πιστός, έμπιστος΄ (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]

μπομπέ [bobé] & πομπέ [pombé] Ε (άκλ.) : που είναι ημισφαιρικός ή γενικά κυρτός: ~ καπέλο / κουμπί. ~ βίδα, με κυρτό κεφάλι.

[λόγ. < γαλλ. bombé· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς αρσ. και θηλ. ουσ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

Π, π το [pí] (άκλ.) : 1.το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο πι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Π' ή π' = ογδόντα ή ογδοηκοστός: Στη σελίδα πδ' (= 84η) της εισαγωγής. || 'Π ή 'π = ογδόντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Π ή π = δέκατος έκτος: Οι ραψωδίες Π [pí] της Iλιάδας και π της Οδύσσειας.

[αρχ. Π (σημιτ. προέλ.)· προφ. [p], διπλό <ππ>: προφ. [pp] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και πι)]

πα [pá] επιφ. : (οικ.) πάντοτε με επανάληψη· συχνά προηγείται το α 1· χρησιμοποιείται απολύτως στη θέση μονολεκτικής απάντησης ή και με πρόταση για να δηλώσει έντονη άρνηση που οφείλεται σε κάποια προηγούμενη αρνητική εμπειρία: Θα έρθεις μαζί μας; - A ~ ~ ~, αποκλείεται!, σε καμία περίπτωση. Ξανά εγώ μαζί τους; A ~ ~ ~! ~ ~ ~ δε μ΄ αρέσει / δε συμφωνώ.

[ηχομιμ.]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...519   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες