Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
562 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεοδικία η [θeoδikía] Ο25 : 1. η κρίση του Θεού για την αθωότητα ή την ενοχή ενός κατηγορουμένου, που εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια· θεοκρισία. 2. (φιλοσ.) η δικαίωση του Θεού για τη δημιουργία και την ύπαρξη του κακού στον κόσμο.
[λόγ. < γαλλ. théodicée < théo- = θεο-I + dicée < αρχ. δίκ(η) -ία]
- θεοδόλιχος ο [θeoδólixos] Ο19 : όργανο που χρησιμοποιείται για μετρήσεις γωνιών στην αστρονομία και στην τοπογραφία.
[λόγ. < γαλλ. théodolite με παρετυμ. αρχ. δολιχός `μακρύς, μακρινός΄]
- θεοκατάρατος -η -ο [θeokatáratos] Ε5 : που τον έχει ή μακάρι να τον έχει καταραστεί ο Θεός.
[ελνστ. θεοκατάρατος]
- θεόκουφος -η -ο [θeókufos] Ε5 : τελείως κουφός: Φώναξέ τον πιο δυνατά, δεν ακούει· είναι ~.
[θεο-II + κουφ(ός) -ος]
- θεοκρατία η [θeokratía] Ο25 : πολιτικό σύστημα στο οποίο η εξουσία, που πηγή της θεωρείται ο Θεός, ασκείται από τον κλήρο σύμφωνα με τους κανόνες της θρησκείας.
[λόγ. < ελνστ. θεοκρατία]
- θεοκρατικός -ή -ό [θeokratikós] Ε1 : που σχετίζεται με τη θεοκρατία, που αναφέρεται σ΄ αυτήν: Θεοκρατική κοινωνία / μοναρχία. Θεοκρατικές ιδέες / αντιλήψεις. Ο παπισμός ανέπτυξε θεοκρατικές τάσεις.
[λόγ. < γαλλ. théocratique < ελνστ. θεοκρατ(ία) -ique = -ικός]
- θεοκρισία η [θeokrisía] Ο25 : η θεοδικία1.
[λόγ. θεο-I + κρίσ(ις) -ία απόδ. γαλλ. théodicée `θεοδικία΄]
- θεολογείο το [θeolojío] Ο39 : 1. τμήμα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, όπου εμφανίζονταν οι ηθοποιοί που υποδύονταν τους θεούς. 2. σκηνικό μηχάνημα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου που παρουσίαζε την κατοικία των θεών.
[λόγ. < ελνστ. θεολογεῖον]
- θεολογία η [θeolojía] Ο25 : 1. επιστήμη με αντικείμενο: α. την ιστορία των θρησκειών και ιδιαίτερα της χριστιανικής θρησκείας και εκκλησίας: Xριστιανική / εβραϊκή / μουσουλμανική ~. β. την έρευνα και ερμηνεία των Γραφών (Παλαιάς και Kαινής Διαθήκης): Σχολαστική / ερμηνευτική / δογματική ~. H ~ της ορθόδοξης / της καθολικής εκκλησίας / του Aυγουστίνου / του Iωάννη Δαμασκηνού. || η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή: Kαθηγητής / φοιτητής / κτίριο Θεολογίας. 2. το σύνολο των αντιλήψεων κάποιου για το Θεό ή για τη θρησκεία: H ~ του Ομήρου / του Πλάτωνα / των Στωικών.
[λόγ. < αρχ. θεολογία]
- θεολογικός -ή -ό [θeolojikós] Ε1 : που σχετίζεται με τη θεολογία ή με το θεολόγο: Θεολογικές έρευνες / συζητήσεις. Θεολογική Σχολή. Θεολογικές αποδείξεις για την ύπαρξη θεού. || (ως ουσ.) η Θεολογική, η θεολογική σχολή του πανεπιστημίου: H γραμματεία της Θεολογικής.
[λόγ. < αρχ. θεολογικός]