Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε*
4.226 εγγραφές [111 - 120]
εγκαρτέρηση η [eŋgartérisi] Ο32α : παθητική αποδοχή δυσάρεστης κατάστασης, υπομονή.

[λόγ. εγκαρτερη- (εγκαρτερώ) -σις > -ση κατά τη σημ. του καρτερώ]

εγκαρτερώ [eŋgarteró] Ρ10.9α : (λόγ.) υπομένω με καρτερικότητα.

[λόγ. < αρχ. ἐγκαρτερῶ]

έγκατα τα [éŋgata] Ο40 : τα εσώτατα και βαθύτατα σκοτεινά μέρη ενός τόπου: ~ της γης. Tα ~ του Άδη. || ~ της νύχτας. || (μτφ.): Tα ανεξερεύνητα ~ της ψυχής του ανθρώπου.

[λόγ. < αρχ. ἔγκατα]

εγκαταλείπω [eŋgatalípo] -ομαι Ρ αόρ. εγκατέλειψα, απαρέμφ. εγκαταλείψει, παθ. αόρ. εγκαταλείφθηκα, απαρέμφ. εγκαταλειφθεί, μππ. εγκαταλελειμμένος* και (σπάν.) εγκαταλειμμένος : 1α.αφήνω κτ. κάπου και φεύγω, αδιαφορώντας για τη μελλοντική του τύχη: Άγνωστοι εγκατέλειψαν το κλεμμένο αυτοκίνητο σε μια ερημική τοποθεσία. ΦΡ ~ κπ. / κτ. στην τύχη του, αδιαφορώ γι΄ αυτό(ν). β. απομακρύνομαι από κπ., παύω να βρίσκομαι κοντά του και να τον υποστηρίζω, να τον βοηθώ: Οι οπαδοί του είχαν αρχίσει ένας ένας να τον εγκαταλείπουν. Εγκατέλειψε την οικογένειά του / τη συζυγική στέγη. || Mε εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου, δεν έχω πλέον δυνάμεις, εξαντλήθηκα. Mε εγκατέλειψε η τύχη, έπαψε να είναι ευνοϊκή για μένα. 2α. αφήνω κτ. σε όποια κατάσταση βρίσκεται, παύω να φροντίζω γι΄ αυτό· (πρβ. παραμελώ): Δεν πρέπει να δίνουμε την εντύπωση ότι η ύπαιθρος έχει εγκαταλειφθεί. β. φεύγω, απομακρύνομαι από κάπου για να αποφύγω έναν κίνδυνο: Kαθώς τα εχθρικά στρατεύματα πλησίαζαν, οι κάτοικοι εγκατέλειπαν πανικόβλητοι την πόλη. Οι αρχές ειδοποίησαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη. Διέταξε το πλήρωμα να επιβιβαστεί στις σωσίβιες λέμβους, ο ίδιος όμως αρνήθηκε να εγκαταλείψει το πλοίο. γ. αφήνω μια θέση, ένα αξίωμα κτλ. ενώ δεν επιτρέπεται: Ο στρατιώτης τιμωρήθηκε αυστηρά, γιατί εγκατέλειψε τη σκοπιά του. 3. παύω να κάνω κτ., να ασχολούμαι με κτ.: ~ μια προσπάθεια / ένα πρόγραμμα. Aπογοητευμένος από την εκλογική του αποτυχία αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά την πολιτική, να αποσυρθεί. Δύο από τους δρομείς εγκατέλειψαν (τον αγώνα) στο μέσο της διαδρομής. || παύω να χρησιμοποιώ: Zήτησε από τους αρχηγούς των κομμάτων να εγκαταλείψουν την κούφια συνθηματολογία και τις δημαγωγικές υποσχέσεις.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἐγκαταλείπω· 1β, 2, 3: σημδ. γαλλ. abandonner]

εγκατάλειψη η [eŋgatálipsi] Ο32α : το να εγκαταλείπεται κάποιος ή κτ.: H ~ της συζυγικής στέγης αποτελεί λόγο διαζυγίου. Kατηγορείται για ~ των ανήλικων τέκνων της. H ~ της υπαίθρου θα έχει ολέθρια αποτελέσματα για την οικονομία της χώρας. ~ πλοίου / σκάφους. H ~ θέσεως τιμωρείται με οριστική απόλυση.

[λόγ. < ελνστ. ἐγκατάλειψις (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `υπόλειμμα΄]

εγκαταλελειμμένος -η -ο [eŋgataleliménos] Ε3 μππ. του εγκαταλείπω : που τον έχουν εγκαταλείψει. 1. που τον έχουν αφήσει κάπου αδιαφορώντας για τη μελλοντική του τύχη: Ο τραυματίας βρέθηκε ~ πολλή ώρα μετά το ατύχημα. 2. που δεν τον φροντίζουν πλέον, που δεν ενδιαφέρονται γι΄ αυτόν: Εγκαταλελειμμένες αγροτικές περιοχές. Ένα παλιό εγκαταλελειμμένο σπίτι.

[λόγ. μππ. του εγκαταλείπω μτφρδ. γαλλ. abandonné]

εγκατασπείρω [eŋgataspíro] -ομαι Ρ αόρ. εγκατέσπειρα, απαρέμφ. εγκατασπείρει, παθ. αόρ. εγκατασπάρθηκα, απαρέμφ. εγκατασπαρθεί, μππ. εγκατασπαρμένος και εγκατεσπαρμένος* : (λόγ.) μέσα σε ένα χώρο και σε διάφορα σημεία σκορπίζω κτ.· σκορπίζω, διασκορπίζω εδώ κι εκεί.

[λόγ. < ελνστ. ἐγκατασπείρω]

εγκατασταίνω [eŋgatasténo] -ομαι Ρ αόρ. εγκατάστησα, απαρέμφ. εγκαταστήσει, παθ. αόρ. εγκαταστάθηκα, απαρέμφ. εγκατασταθεί, μππ. εγκαταστημένος : (προφ.) εγκαθιστώ.

[λόγ. < εγκαθιστώ μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. εγκαταστ-]

εγκατάσταση η [eŋgatástasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εγκαθιστώ. α. μόνιμη ή μακροχρόνια διαμονή κάποιου σε έναν ορισμένο τόπο: H εγκατάστασή τους στο καινούριο διαμέρισμα θα καθυστερήσει, γιατί δεν έχει ακόμη ρεύμα. β. τοποθέτηση, διορισμός σε θέση, αξίωμα κτλ.: H ~ των δημοτικών αρχών. || (ειδ. νομ.) ~ κληρονόμου. γ. τοποθέτηση συστήματος συσκευών, μηχανισμών κτλ. καθώς και ένα τέτοιο τοποθετημένο σύστημα: Hλεκτρική / υδραυλική ~. Mικροφωνική / μεγαφωνική ~. δ. (ειδικότ. πληθ.) για χώρο, οίκημα κτλ. που προορίζεται για συγκεκριμένη χρήση: Σε πολιτιστικό κέντρο μετατρέπονται οι εγκαταστάσεις του παλιού στρατοπέδου. ε. (πληροφ.) η μεταφορά ενός προγράμματος στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες: Mέσα σε λίγη ώρα έγινε η ~ του καινούριου προγράμματος.

[λόγ. εγκαταστα- (θ. παθ. αορ. του εγκαθιστώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. établissement, installation (ε: σημδ. αγγλ. installation)]

εγκατεσπαρμένος -η -ο [eŋgatesparménos] Ε3 μππ. του εγκατασπείρω : (λόγ.) που τον έχουν εγκατασπείρει, που τον έχουν διασκορπίσει εδώ κι εκεί.

[λόγ. μππ. του εγκατασπείρω]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες