Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσα
110 εγγραφές [91 - 100]
τσάρτερ το [tsárter] Ο (άκλ.) : αεροπορική πτήση με αεροπλάνο που νοικιάζουν τουριστικές επιχειρήσεις για τη μεταφορά οργανωμένων ομάδων τουριστών: Tαξιδεύω με ~. || αεροσκάφος που εκτελεί πτήση τσάρτερ. || (ως επίθ.): Πτήση ~.

[λόγ. < αγγλ. charter]

τσάταλο το [tsátalo] Ο41 & τσατάλι το [tsatáli] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) διχαλωτός πάσσαλος· φούρκα. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. ξυλοδαρμός: Θα πέσει ~. β. αυστηρή επίπληξη.

[τουρκ. çatal -ο, -ι]

τσατί το [tsatí] Ο43 : (λαϊκότρ.) ο ξύλινος σκελετός της στέγης και ο χώρος που σχηματίζεται μετά την κάλυψη της στέγης.

[τουρκ. çatι]

τσατίζω [tsatízo] -ομαι & τσαντίζω [tsadízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) εκνευρίζω κπ., τον κάνω να θυμώσει: Σώπα, μη με τσατίζεις άλλο! Πολύ τσαντισμένος είσαι σήμερα.

[τουρκ. çat(ιş) `τσακώνομαι΄ -ίζω· ηχηροπ. του μεσοφ. [t > d] ]

τσατίλα η [tsatíla] & τσαντίλα 2 η [tsadíla] Ο25α : (οικ.) θυμός, νεύρα: Tον περιμένω τόση ώρα και έχω μια ~ / κάτι τσαντίλες!

[τσατ(ίζω), τσαντ(ίζω) -ίλα]

τσατίλας ο [tsatílas] & τσαντίλας ο [tsadílas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : άνθρωπος που εκνευρίζεται και θυμώνει εύκολα.

[τσατίλ(α), τσαντίλ(α) 2 -ας]

τσάτισμα το [tsátizma] & τσάντισμα το [tsádizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τσαντίζω: Έχω ένα ~, μια τσατίλα.

[τσατισ- (τσατίζω), τσαντισ- (τσαντίζω) -μα]

τσατμάς ο [tsatmás] Ο1 : στη λαϊκή αρχιτεκτονική, είδος τοιχοποιίας η επιφάνεια της οποίας κατασκευάζεται από λεπτές σανίδες ή από πλεγμένα καλάμια που τα γεμίζουν με λάσπη ή με τούβλα και τα καλύπτουν με σοβά.

[τουρκ. çatma ]

τσάτρα πάτρα [tsátra pátra] επίρρ. τροπ. : για γλώσσα που δεν τη μιλούν σωστά: Mιλάει ~ τα ελληνικά. Mιλάει αγγλικά ~. || (επέκτ.) για πρόχειρη, κακοφτιαγμένη δουλειά: Έγραψε τα μαθήματά του ~.

[μσν. *τσάταλα πάταλα (πρβ. μσν. σάταλα πάταλα `τραυλά και ασαφή λόγια΄) με ανομ. αποβ. των ενδιάμεσων [a] > *τσάτλα πάτλα και ανομ. τροπή [tl > tr] > *τσάτρα πάτρα, μσν. *τσάταλα πάταλα < αρχ. φρ. ἔσθ΄ ὅτε ἄλλα, ποτέ ἄλλα `κάποτε έτσι, κάποτε αλλιώς΄ με τροπή [sθ > ts] (σύγκρ. ἀτάσθαλος > άτσαλος), αποβ. του αρχικού φων. > *τσόταλα πόταλα και υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]

τσάτσα η [tsátsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) θεία.

[λ. νηπιακή (σύγκρ. μσν. μάμμα, δες στο μαμά, γιάγια δες στο γιαγιά)]

< Προηγούμενο   1... 7 8 9 [10] 11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες