Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὑδροχόος
1 εγγραφή
Yδροχόος ο [iδroxóos] Ο18 : 1.(αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού. 2. (αστρολ.) α. το ενδέκατο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 20 Iανουαρίου ως 18 Φεβρουαρίου: Γεννήθηκε στον Yδροχόο. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Yδροχόο: Ο άντρας μου είναι ~.

[λόγ. < αρχ. Ὑδροχόος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες