Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύδρωπας
1 εγγραφή
ύδρωπας ο [íδropas] Ο5 : (λαϊκότρ.) υδρωπικία.

[αρχ. ὕδρωψ, αιτ. -ωπα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες