Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψωμί
2 εγγραφές [1 - 2]
ψωμί το [psomí] Ο43 : 1.παρασκεύασμα από αλεύρι ζυμωμένο με νερό, αλάτι και προζύμι, που πλάθεται σε ορισμένα σχήματα και μεγέθη, και που αποτελεί βασικό είδος της καθημερινής διατροφής· άρτος: Σιταρένιο / σιμιγδαλένιο ~. Άσπρο / μαύρο / ημίλευκο ~. Xωριάτικο / χειροποίητο / ζυμωτό* ~. Φρέσκο / ζεστό / ξερό / μπαγιάτικο ~. Ένα καρβέλι / μια φραντζόλα / μια φέτα ~. Άζυμο ~, χωρίς προζύμι. Mαχαίρι του ψωμιού, ειδικό για να κόβει ψωμί. ΦΡ δεν έχει ~ να φάει, βρίσκεται σε κατά σταση έσχατης ένδειας, είναι πάμφτωχος. φάγαμε ~ κι αλάτι*. …και ξε ρό* ~. βούτυρο* στο ~ κάποιου. λέω το ~ ψωμάκι, βρίσκομαι σε έσχατη ένδεια, στερούμαι τα προς το ζην. τέλειωσαν / είναι μετρημένα / είναι λίγα / (τα) έφαγε τα ψωμιά του: α. για πράγμα το οποίο, εξαιτίας της πολλής χρήσης του, έχει αχρηστευθεί ή θα αχρηστευθεί σε λίγο. β. για πρόσωπο που έχει γεράσει και βρίσκεται κοντά στο τέλος του βίου. ΠAΡ Ο λόγος σου με χόρτασε* και το ~ σου φα το. 2. (γεν.) τα απολύτως αναγκαία για τη διαβίωση του ανθρώπου: Aγωνίζονται για το ~ και για το μέλλον των παιδιών τους. «~, παιδεία, ελευθερία»· αυτό ήταν το σύνθημα της εξέγερ σης του Πολυτεχνείου. Οι αγώνες της εργατικής τάξης για ~ και ελευθερία. (έκφρ.) χάνω το ~ μου, απολύομαι από την εργασία μου. βγάζω / κερδίζω το ~ μου, εξασφαλίζω (με την εργασία μου) τα απαραίτητα για τη ζωή μου. τρώω το ~ κάποιου, του στερώ πόρους ζωής για δικό μου όφελος. για ένα κομμάτι ~, πάρα πολύ φτηνά: Πούλησε το σπίτι του για ένα κομμάτι ~. (τρώω) πικρό* ~. δε φάγαμε γλυκό* ~. 3. (προφ., μτφ.) κέρδος, όφελος: Έχει ~ η δουλειά. ψωμάκι το YΠΟKΟΡ α. (συναισθ.) ψωμί. ΦΡ λέω το ψωμί* ~. β. μικρό σε μέγεθος ψωμί: Ψωμάκια για σάντουιτς. γ. (προφ., πληθ.) εξωτερικά εμφανής συσσώρευση λίπους στους γλουτούς των γυναικών: Tα ΄χει τα ψωμάκια της.

[μσν. ψωμί (στη νέα σημ.) < ελνστ. ψωμίον υποκορ. του αρχ. ψωμός ὁ `μπουκιά΄ (ελνστ. σημ.: `μπουκιά ψωμί΄)]

ψωμιέρα η [psomnéra] Ο25α : α.ειδική θήκη όπου φυλάγεται το ψωμί για να μην ξεραίνεται. β. καλαθάκι ειδικό για το σερβίρισμα του ψωμιού.

[ψωμ(ί) -ιέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες