Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχοσάββατο
1 εγγραφή
ψυχοσάββατο το [psixosávato] Ο41 : Σάββατο αφιερωμένο, σύμφωνα με τους κανόνες της Ορθόδοξης Xριστιανικής Εκκλησίας, σε γενικό μνημόσυνο των ψυχών των πεθαμένων.

[ψυχο- 1 + Σάββατο (πρβ. μσν. φρ. Σάββατον ψυχών)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες