Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλαζίας
1 εγγραφή
χαλαζίας ο [xalazías] Ο3 : ορυκτό, διοξείδιο του πυριτίου που παρουσιάζεται σε διάφορες παραλλαγές, πολλές από τις οποίες είναι πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι, π.χ. ο αμέθυστος, ο αχάτης κτλ.: Ο ~ χρησιμοποιείται σήμερα στην κατασκευή ρολογιών.

[λόγ. < ελνστ. χαλαζίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες