Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρούτο
7 εγγραφές [1 - 7]
φρούτο το [frúto] Ο39 : 1. καρπός οπωροφόρου δέντρου που τρώγεται συνήθ. ωμός: Γλυκό / ζουμερό / σάπιο / ώριμο / άγουρο ~. Παράγω / εμπορεύομαι / πουλάω / αγοράζω / μεταφέρω φρούτα. Mαστίχα / οδοντόκρεμα με γεύση φρούτου. Φυσικός χυμός φρούτου. Ύστερα από το φαγητό τρώω πάντα ένα ~. Aυξήθηκαν οι τιμές φρούτων και λαχανικών. || Παγωτό / τούρτα φρούτου, που έχει μέσα φρούτα ή γεύση φρούτων. (έκφρ.) έπεσε σαν ώριμο ~, για κτ. που ήρθε η ώρα του, που συμπληρώθηκε ο χρόνος του ώστε να συμβεί. 2. (μτφ.) α. μόδα, συνήθεια, (κοινωνικό κτλ.) φαινόμενο: Άλλο / καινούριο ~ κι αυτό· να βάφουν τα μαλλιά τους πράσινα! β. (ειρ.) ιδιόρρυθμος, περίεργος άνθρωπος: Kαλό ~ κι αυτός! ~ είναι πάλι αυτός;, τι είδους άνθρωπος είναι; φρουτάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ιταλ. frutto]

φρουτοθεραπεία η [frutoθerapía] Ο25 : η συστηματική διατροφή με φρού τα για θεραπευτικούς σκοπούς.

[λόγ. φρούτ(ο) -ο- + -θεραπεία μτφρδ. αγγλ. fruit cure]

φρουτόκρεμα η [frutókrema] Ο27 : ειδική κρέμα με πολτοποιημένα φρού τα που χρησιμοποιείται κυρίως ως παιδική τροφή.

[λόγ. φρούτ(ο) -ο- + κρέμα]

φρουτοσαλάτα η [frutosaláta] Ο25 : δροσιστικό έδεσμα που παρασκευάζεται κυρίως από φρούτα ή από κομμάτια φρούτων.

[λόγ. φρούτ(ο) -ο- + -σαλάτα μτφρδ. αγγλ. fruit salad]

φρουτοφαγία η [frutofajía] Ο25 : η συστηματική και αποκλειστική (για ένα διάστημα τουλάχιστον) κατανάλωση φρούτων: Έκανε δύο μέρες ~.

[λόγ. φρουτοφάγ(ος) -ία]

φρουτοφάγος -α / -ος -ο [frutofáγος] Ε14 : που τρώει συστηματικά, που του αρέσουν πολύ τα φρούτα. || (ως ουσ.).

[λόγ. φρούτ(ο) -ο- + -φάγος]

φρουτοχυμός ο [frutoximós] Ο17 : χυμός που παράγεται από νωπά φρού τα.

[λόγ. φρούτ(ο) -ο- + χυμός μτφρδ. αγγλ. fruit juice]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες