Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φθινόπωρο
1 εγγραφή
φθινόπωρο το [fθinóporo] Ο42 : α. (αστρον., μετεωρ.) η μία από τις τέσσερις εποχές του έτους, ανάμεσα στο καλοκαίρι και στο χειμώνα, που στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 ή 22 Σεπτεμβρίου και τελειώνει στις 20 ή 21 Δεκεμβρίου. || η εποχή του έτους που περιλαμβάνει τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Nοέμβριο: Zεστό / βροχερό / πρώιμο ~. Tο ~ είναι η εποχή του οργώματος / που πέφτουν τα φύλλα των δέντρων. || (μτφ.): Tο ~ της ζωής, η ηλικία που αρχίζουν τα γηρατειά. β. κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου: Tα σταφύλια ωριμάζουν το ~.

[λόγ. < αρχ. φθινόπωρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες