Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φασιανός ο [fasxanós] Ο17 : πουλί εύκρατων περιοχών, ορνιθόμορφο, με πολύχρωμο φτέρωμα και με πολύ νόστιμο κρέας.
[λόγ. < αρχ. φασιανός από το όν. του ποταμού Φάσις της Κολχίδας]