Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υδραυλικός
1 εγγραφή
υδραυλικός -ή -ό [iδravlikós] Ε1 : 1α. που είναι σχετικός με την παροχή και με τη διοχέτευση του νερού: Yδραυλική εγκατάσταση. Yδραυλικές εργασίες. β. (ως ουσ.) β1. ο υδραυλικός, τεχνίτης που ασχολείται με υδραυλικές εργασίες. β2. τα υδραυλικά, το σύνολο των υδραυλικών εγκαταστάσεων ενός κτιρίου: Πάλιωσε η οικοδομή και θέλουν αλλαγή τα υδραυλικά. 2. που χρησιμοποιεί τη στατική ή τη δυναμική ενέργεια ενός υγρού (νερού, λαδιού κτλ.): Yδραυλικά φρένα. Yδραυλικό πιεστήριο. Yδραυλι κό τιμόνι. || (ως ουσ.) η υδραυλική, κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των νόμων ισορροπίας και κίνησης των υγρών, κυρίως του νερού, καθώς και την πρακτική εφαρμογή τους. || Yδραυλικά έργα, τεχνικά έργα που αποτελούν εφαρμογή της υδραυλικής, έργα ύδρευσης, αποξήρανσης, αντιπλημμυρικά κτλ.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. hydraulique < λατ. hydraulicus `που κινείται με νερό μέσα σε σωλήνες΄ < ελνστ. ὕδραυλ(ις) `μουσικό όργανο που λειτουργεί με νερό μέσα σε σωλήνες΄ -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες