Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυρόγαλο
1 εγγραφή
τυρόγαλο το [tiróγalo] Ο41 : α. το θολό υγρό που μένει μετά το στράγγισμα του τυριού και που το χρησιμοποιούν για την παρασκευή της μυζήθρας, ως ζωοτροφή κτλ. β. (μειωτ.) για άνθρωπο από κτηνοτροφική περιοχή.

[μσν. τυρόγαλον < τυρ(ί) -ο- + γάλ(α) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες