Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τέσσερις
1 εγγραφή
τέσσερις -ις -α [téseris] αριθμτ. επίθ. απόλ. (βλ. πίνακα κλιτικών παραδειγμάτων) : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από τέσσερις (4) μονάδες: Οι ~ εποχές του χρόνου. Tα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Tο ταξίδι διαρκεί ~ ώρες. (έκφρ.) κλείστηκε μέσα σε ~ τοίχους*. δεν άφησαν παρά τους ~ τοίχους*. ΦΡ δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα, είναι τελείως ακατατόπιστος ή αστοιχείωτος. πηγαίνει με τα τέσσερα, μπουσουλάει. με τα τέσσερα, πολύ γρήγορα: Mόλις τον φώναξα, έτρεξε με τα τέσσερα. (σκορπίζω) στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για πρόσωπα ή πράγματα που διασκορπίζονται εντελώς, που χάνουν κάθε επαφή, συνοχή ή τάξη. το ΄βαλε στα τέσσερα, για κπ. που φεύγει τρομοκρατημένος τρέχοντας. έχω τα μάτια* μου τέσσερα / δεκατέσσερα. τα μάτια* σου τέσσερα / δεκατέσσερα. (κατάρα) να σε πάνε (οι) ~, να πεθάνεις. || (αντί του τακτικού τέταρτος): Στις ~ του μηνός, την τέταρτη ημέρα. Στις ~ / είναι ~ (η ώρα). Στη σελί δα τέσσερα, στην τέταρτη σελίδα. 2. (ως ουσ., άκλ.) το τέσσερα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Tρία και ένα κάνουν τέσσερα. Ο μαθητής έγρα ψε το τέσσερα δέκα φορές στον πίνακα. ΦΡ δύο* και δύο κάνουν τέσσε ρα. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρε τέσσερα / ένα τέσσερα στο διαγώνισμα. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει τέσσερα σημεία): Tο τέσσερα σπαθί. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό τέσσερα: Παίρνω το τέσσερα, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Mένω στο τέσσερα, του τάδε δρόμου. δ. το τέσσερα (΄04), αντί 1904: Γεννήθηκε το τέσσερα. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα τέσσερα, για ηλικία τεσσάρων χρόνων: Είναι / μπαίνει στα τέσσερα.

[αρχ. τέσσαρες, τέσσερες (-ις κατά το τρεις)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες