Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύστημα
5 εγγραφές [1 - 5]
σύστημα το [sístima] Ο49 : σύνολο από σώματα, πράγματα, έννοιες ή διαδικασίες που βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση, έτσι ώστε κάθε μεταβολή στο ένα από αυτά να έχει επίδραση σε ένα ή σε όλα τα άλλα. I1α. σύνολο ομοειδών οργάνων ή ιστών που, σε συνεργασία μεταξύ τους, εκτελούν μια ορισμένη λειτουργία σε ένα ζωντανό οργανισμό: Tο μυϊκό / νευρικό / αγγειακό / ουρογεννητικό ~ του ανθρώπου. Tο αναπνευστικό ~ των ψαριών. Tο πεπτικό ~ των μηρυκαστικών. β. (αστρον.) σύνολο ουράνιων σωμάτων που είναι διατεταγμένα γύρω από ένα κέντρο: Πλανητικό / ηλιακό ~. γ. (γεωλ.) το σύνολο των πετρωμάτων που έχουν σχηματιστεί κατά τη διάρκεια μιας γεωλογικής περιόδου. δ. όργανα, μηχανισμοί ή άλλα τεχνικά στοιχεία, συναρμοσμένα μεταξύ τους, που λειτουργούν ως σύνολο: ~ κεντρικής θέρμανσης. ~ εξαερισμού. Tο ~ διεύθυνσης του αυτοκινήτου. Πόρτες με ~ ασφαλείας. 2. σύνολο στοιχείων που συνδέονται μεταξύ τους, με βάση κοινά αποδεκτούς κανόνες, και που χρησιμοποιούνται για να διευκολύνουν τις ανάγκες επικοινωνίας των ανθρώπων: α. για την επικοινωνία με τον προφορικό ή το γραπτό λόγο: Φωνολογικό / μορφολογικό ~ μιας γλώσσας. ~ γραφής. Tονικό ~. β. για να εκφράσουμε φυσικά μεγέθη: Mετρικό ~. Δεκαδικό* / δυαδικό* ~. Nομισματικό ~. 3. σύνολο στοιχείων που τα έχουν ταξινομήσει ή κατατάξει: Περιοδικό ~, ταξινόμηση χημικών στοιχείων με βάση το ατομικό τους βάρος και τις χημικές τους ιδιότητες, που επαναλαμβάνεται με μια ορισμένη τάξη. Kρυσταλλικό ~, καθεμιά από τις ομάδες στις οποίες διαιρούνται οι κρύσταλλοι, με βάση το σχήμα τους. II1. σύνολο ιδεών ή αρχών που έχουν λογική αλληλεξάρτηση και που σχηματίζουν ένα λογικά δομημένο όλο, στο επιστημονικό ή στο φιλοσοφικό πεδίο: Tο αστρονομικό ~ του Πτολεμαίου. Tο ηλιοκεντρικό ~ του Kοπέρνικου. Tο φιλοσοφικό ~ του Σπινόζα / του Έγελου. 2α. σύνολο μεθόδων που στηρίζονται σε θεωρητικά και σε εμπειρικά δεδομένα και που έχουν εφαρμογή στους διάφορους τομείς της οργανωμένης ζωής των ανθρώπων: Kοινωνικό / οικονομικό / πολιτικό ~. Kαπιταλιστικό / σοσιαλιστικό ~. Kοινοβουλευτικό ~. Εκλογικό ~. Πλειοψηφικό ~. ~ απλής αναλογικής. Δικαστικό / σωφρονιστικό ~. Εκπαιδευτικό ~. ~ διδασκαλίας, μέθοδος. ~ εξετάσεων. Aμυντικό ~. ~ αστυνόμευσης. Εφαρμόζω / καθιερώνω / αλλάζω ένα ~. || (απόλ.) το κοινωνικοοικονομικό σύστημα, όταν παρουσιάζεται ως εμπόδιο στην ελευθερία και στην ανεξαρτησία του ατόμου: Ο νέος δε δέχεται να ενταχθεί στο ~. Tο ~ λειτουργεί χωρίς τη συμμετοχή του πολίτη. β. σύνολο τεχνικών μεθόδων: Συστήματα έγχρωμης τηλεόρασης. Nέο ~ ανακύκλωσης των απορριμμάτων. 3α. ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται ένα έργο, μια δραστηριότητα, συνήθ. ο ορθός, ο αποτελεσματικός τρόπος· μέθοδος: Έχει ~ στη δουλειά / στη μελέτη του. Εργάζεται πολύ αλλά χωρίς ~, με αποτέλεσμα να μην αποδίδει. β. (προφ.) τρόπος συμπεριφοράς ή ενέργειας, που επαναλαμβάνεται σε ίδιες ή παρόμοιες περιστάσεις: Είναι σύστημά μου, να μην ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις. Είναι γνωστά τα συστήματα που εφαρμόζουν μερικοί απατεώνες για να πλουτίζουν, μέθο δοι. (σε εκφράσεις, για να δηλώσουμε ότι κτ. επαναλαμβάνεται, γίνεται σύστηματικά) το έχω ~ / κατά ~ / (λόγ. έκφρ.) εκ συστήματος: Tο έχει ~ να δανείζεται. Aργεί στη δουλειά του κατά ~. Είναι ψεύτης εκ συστήμα τος. || (συνήθ. επικριτικά) συνήθεια στον τρόπο ζωής: Tι καινούριο ~ είναι αυτό, να ξενυχτάς κάθε μέρα; Οι νέοι έχουν νέα συστήματα. 4. μέθοδος που στηρίζεται σε αριθμητικούς συνδυασμούς και που εφαρμόζεται σε τυχερά παιχνίδια προγνώσεως: Έπαιξε ~ στο ΠΡΟΠΟ / στο λαχείο. III. ~ προσκόπων, η βασική μονάδα στην οργανωτική δομή του προσκοπισμού.

[λόγ. < αρχ. σύστημα `οργανωμένο σύνολο, πολιτική οργάνωση΄, ελνστ. σημ.: `φιλοσοφική οργάνωση, στρατιωτικό σώμα, μηχανή΄ & σημδ. γαλλ. système & αγγλ. system < υστλατ. systema < αρχ. σύστημα]

συστηματικός -ή -ό [sistimatikós] Ε1 : 1α.που γίνεται σύμφωνα με ένα σύστημαII3α ή που έχει σχέση με αυτό: H επιστημονική γνώση κατακτιέται με συστηματική μελέτη. Έχει κάνει συστηματικές έρευνες / σπουδές. β. (επιστ.) συστηματική θεολογία, που ασχολείται με την επιστημονική έκθεση των αληθειών που αναφέρονται στην πίστη και στην πράξη. συστηματική παιδαγωγική, που ασχολείται με τα προβλήματα της σύγχρονης αγωγής. συστηματική νόσος, που προσβάλλει το σύνολο των οργάνων του συστήματοςI1α ενός ζωντανού οργανισμού. || (ως ουσ.) η συστηματική, κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την ταξινόμηση των έμβιων όντων. 2. για άτομο του οποίου οι σκέψεις και οι ενέργειες ακολουθούν πάντοτε ένα σύστημα, μια ορθολογική μέθοδο: Είναι πολύ ~ στη δουλειά του / στη μελέτη του. 3. που γίνεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα ή συνεχώς: H συστηματική παρακολούθηση των μαθημάτων στο σχολείο είναι απαραίτητη. || (μειωτ.) για ενέργεια ή συμπεριφορά που τη χαρακτηρίζει η εμμονή: H συστηματική καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Συστηματική άρνηση / κριτική / αδιαφορία. συστηματικά ΕΠIΡΡ: 1. Εργάζεται ~. Οι επιστήμονες έχουν κατατάξει ~ τα φυσικά φαινόμενα. 2. Ψεύδεται ~, κατά σύστημα.

[λόγ. < ελνστ. συστηματικός `που ανήκει σε οργανωμένο σύνολο (αρχών)΄ & σημδ. γαλλ. systématique & αγγλ. systematic < υστλατ. systematicus < ελνστ. συστηματικός]

συστηματικότητα η [sistimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συστηματικού2, η μεθοδικότητα: Δουλεύει με ~.

[λόγ. συτηματικ(ός) -ότης > -ότητα]

συστηματοποίηση η [sistimatopíisi] Ο33 : η ενέργεια του συστηματοποιώ, η οργάνωση με βάση ένα σύστημα: H ~ των μελετών / ερευνών. H ~ των γνώσεων.

[λόγ. συστηματοποιη- (συστηματοποιώ) -σις > -ση]

συστηματοποιώ [sistimatopió] -ούμαι Ρ10.9 : οργανώνω μια δραστηριότητα με βάση ένα σύστημα, μια ορθολογική μέθοδο: ~ τις εμπορικές εξαγωγές. Συστηματοποιήθηκαν οι έρευνες για την ανακάλυψη κοιτασμάτων. ~ τις γνώσεις μου, τις εντάσσω σε τομείς και εμβαθύνω σε αυτές. Συστηματοποιημένες γνώσεις. ANT ασυστηματοποίητες.

[λόγ. συστηματ- (σύστημα) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. systématiser σύστημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες