Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλαβή
1 εγγραφή
συλλαβή η [silaví] Ο29 : (γραμμ.) τμήμα της λέξης που μπορεί να έχει ένα ή περισσότερα σύμφωνα με ένα φωνήεν ή δίφθογγο ή να έχει ένα μόνο φωνήεν ή δίφθογγο, π.χ. στε-νός, έ-χω, εί-μαι: Aρχική / τελική ~.

[λόγ. < αρχ. συλλαβή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες