Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέκι
1 εγγραφή
στέκι το [stéi] Ο44 : ο χώρος στον οποίο ένα ή περισσότερα πρόσωπα συχνάζουν ή ασκούν ορισμένη δραστηριότητα: Tο καφενεδάκι της γειτονιάς είναι μόνιμο ~ της παρέας μας. ~ καλλιτεχνών / πολιτικών. ~ της νεολαίας. Tα στέκια του υπόκοσμου. H αστυνομία επεκτείνει τις έρευνές της σε όλα τα ύποπτα στέκια. Tο ~ ενός υπαίθριου μικροπωλητή.

[ουσιαστικοπ. γ' εν. στέκει του ρ. στέκω (ορθογρ. κατά τα ουδ. σε )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες