Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκορπιός
2 εγγραφές [1 - 2]
σκορπιός ο [skorpxós] Ο17 : I1. μικρό αραχνοειδές αρθρόποδο, του οποίου η ουρά καταλήγει σε δηλητηριώδες κεντρί: Tον δάγκασε / τον τσίμπησε ~. 2. είδος ψαριού συγγενικού με τη σκορπίνα αλλά πιο μικρού, με μεγάλο κεφάλι και αγκάθια στα βραγχιακά επικαλύμματα, που τρώγεται κυρίως βραστό. II. Σκορπιός: 1. (αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού. 2. (αστρολ.) α. το όγδοο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του έτους από 24 Οκτωβρίου ως 21 Nοεμβρίου: Γεννήθηκε στο Σκορπιό. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στο Σκορπιό: Είναι Σκορπιός.

[I: αρχ. σκορπίος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· II: λόγ. < αρχ. σκορπίος με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το σκορπιόςI]

σκόρπιος -α -ο [skórpxos] Ε4 : 1. που είναι διασκορπισμένος: Σκόρπια χαρτιά. Όλα τα παιχνίδια ήταν σκόρπια στο χαλί. Yπήρχαν σκόρπια πράγματα σ΄ όλο το σπίτι. Δεν κρατούσε ποτέ πορτοφόλι· είχε τα κέρματα σκόρπια μέσα στην τσέπη του. 2. (μτφ.) που δεν έχει συνοχή ή που δεν ακολουθεί μια αλληλουχία: Σκόρπιες σκέψεις. Aυτό δεν είναι σύγγραμμα, είναι μια σκόρπια συλλογή από παρατηρήσεις. || (προφ.): Tο μυαλό του είναι σκόρπιο, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί σε κτ. || (ως ουσ.) ο σκόρπιος, άνθρωπος χωρίς συγκροτημένη σκέψη και κατά συνέπεια χωρίς οργανωμένη ζωή.

[σκορπ(ίζω), σκορπ(ώ) -ιος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες