Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκεπή
2 εγγραφές [1 - 2]
σκέπη η [sképi] Ο30 : 1. στη λόγια έκφραση υπό την σκέπη(ν), κάτω από την προστασία. 2. είδος καλύμματος της κεφαλής σε παραδοσιακές ενδυμασίες. 3. λεπτή μεμβράνη που καλύπτει τα εντόσθια των ζώων και σπάνια το πρόσωπο νεογέννητων μωρών.

[2, 3: αρχ. σκέπη `σκέπασμα, προστασία΄· 1: λόγ. < αρχ. σκέπη]

σκεπή η [skepí] Ο29 : σκελετός από ξύλο που καλύπτεται με κεραμίδια, πλάκες ή άλλα υλικά και στεγάζει ένα οικοδόμημα. || H ~ του αυτοκινήτου, το επάνω μέρος του.

[ίσως σκεπ(άζω) -ή (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες