Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημδ.
3.144 εγγραφές [1 - 10]
-κίνητος -η -ο [ínitos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο κινείται: 1. με την ταχύτητα που δηλώνει το α' συνθετικό: αργο~, βραδυ~, γοργο~. || με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό: ευκολο~. 2. με το μέσο και συχνά την καύσιμη ύλη που δηλώνει το α' συνθετικό: μηχανο~, ηλεκτρο~, χειρο~, ποδο~, ατμο~, βενζινο~, ντιζελο~, πετρελαιο~, υδρο~. 3. (μτφ.) αμερικανο~, ξενο~.

[λόγ.: 1: αρχ. -κίνητος (< κινη- (κινῶ) -τος) ως β' συνθ.: αρχ. αὐτο-κίνητος `που μπορεί να κινείται μόνος του΄, ελνστ. βραδυ-κίνητος· 2: σημδ.: αυτο-κίνητο < γαλλ. automobile, μηχανο-κίνητος < αγγλ. mechanically-driven]

-μετρητής [metritís] : (επιστ.) β' συνθετικό σύνθετων αρσενικών ουσιαστικών· δηλώνει όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -μετρο): θερμιδο~, ογκο~.

[λόγ. < ελνστ. -μετρητής < αρχ. μετρητής `δοχείο μέτρησης΄ ως β' συνθ.: ελνστ. πυρο-μετρητής `ο επιφορτισμένος με τη μέτρηση σταριού΄ σημδ. γαλλ. -mètre (δες στο -μετρο 1): θερμιδο-μετρητής < γαλλ. calorimètre]

-φύλακας [fílakas] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει το άτομο που έχει ως επάγγελμα ή του έχει ανατεθεί η φύλαξη αυτού που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: αρχειο~, αστυ~, δεσμο~, θαλαμο~, οπισθο~, τερματο~. || συνήθ. σε αντιστοιχία με θηλυκό ουσια στικό σε -φυλακή που δηλώνει την ανάλογη υπηρεσία: αγρο~, δασο~, εθνο~, λιμενο~, πολιτο~, χωρο~.

[λόγ. < αρχ. -φύλαξ, αιτ. -ακα < φύλαξ ως β' συνθ.: αρχ. πυργο-φύλαξ & σημδ. γαλλ. garde: αρχ. ἀγρο-φύλαξ `φύλακας της χώρας΄ σημδ. γαλλ. garde champêtre]

αβράκωτος -η -ο [avrákotos] Ε5 : 1.ξεβράκωτος. 2. (παρωχ., πληθ.) οι ακραίοι δημοκρατικοί, στη γαλλική επανάσταση.

[1: α- 1 βρακώ(νω `φορώ σε κπ. βρακί΄ < βρακ(ί) -ώνω) -τος· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. sans culotte]

άβυσσος η [ávisos] Ο36 : 1.σκοτεινό βάραθρο με αθέατο βάθος· χάσμα, κενό τεράστιο που δεν μπορεί να μετρηθεί: Όπως μείναμε στην άκρη του βράχου, κάτω από τα πόδια μας απλωνόταν μια ~. || (μτφ.): Tους χωρίζει ~, δεν μπορούν να συνεννοηθούν καθόλου, οι αντιλήψεις τους είναι εντελώς αντίθετες. ΦΡ ~ η ψυχή του ανθρώπου, μυστήριο. στο χείλος της αβύσσου, για επικείμενη καταστροφή. 2. (επιστ.) θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται σε βάθη από 2000 έως 6000 μέτρα περίπου. 3. το χάος, το άπειρο πριν από τη δημιουργία του κόσμου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄβυσσος ἡ (λαϊκό: ο άβυσσος, η άβυσσο)· 2: σημδ. γαλλ. abysse ή αγγλ. abyss (< αρχ. ἄβυσσος)· 3: ελνστ. σημ.]

αγαθό το [aγaθó] Ο38 : καθετί που θεωρούμε ότι έχει αξία υλική, πνευματική ή ηθική. ANT κακό· (πρβ. καλό): Yλικά / πνευματικά / ηθικά αγα θά. Tο ~ της ελευθερίας / της ζωής / της υγείας. Tο ~ είναι γενικά απαραίτητο, επιθυμητό ή ευχάριστο. 1. (συνήθ. πληθ.) α. ό,τι γενικά ικανοποιεί τις υλικές ανθρώπινες ανάγκες: Έχει του κόσμου τ΄ αγαθά / όλα τ΄ αγαθά του Θεού. (ευχή) ο Θεός να σου δώσει του Aβραάμ και του Iσαάκ τα καλά / αγαθά. Έχασε όλα του τ΄ αγαθά, ό,τι είχε και δεν είχε, την περιουσία του. β. (οικον.): Kαταναλωτικά / βιομηχανικά αγαθά. To κόστος / η τιμή των αγαθών. || Οικονομικά αγαθά, υλικά αγαθά και υπηρεσίες. Άυλα αγαθά, υπηρεσίες. Έμμεσα αγαθά, αυτά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων αγαθών. ANT άμεσα. Ελεύθερα αγαθά, ο ήλιος, ο αέρας, η θάλασσα. 2α. (φιλοσ.): Στη φιλοσοφία, οι διαφωνίες γύρω από την έννοια του αγαθού συνοψίζονται στο ερώτημα αν αυτό είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα της επιθυμίας. || (ειδικότ.) στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, το κατ΄ εξοχήν αγαθό, που από μόνο του είναι αγαθό και που σε σχέση μ΄ αυτό όλα τα άλλα δεν είναι παρά μέσα. β. (θεολ.): Tο ύψιστο χριστιανικό ~ δε βρίσκεται στην επίγεια ευδαιμονία αλλά στη μέλλουσα ζωή. 3. (συνήθ. πληθ. με γεν.) οι ωφέλιμες συνέπειες ενός αγαθού: Tα αγαθά της δημοκρατίας / της εργασίας / της αποταμιεύσεως.

[αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.)]

αγαπώ [aγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. αγαπημένος* : 1.αισθάνομαι για κπ. ή για κτ. αγάπη, φιλία, στοργή, συμπάθεια, τρυφερότητα, αφοσίωση. ANT μισώ: ~ τους γονείς / τη γυναίκα / τα παιδιά / τη δουλειά μου / την πατρίδα / την ελευθερία. (έκφρ.) σ΄ αγαπάει η πεθερά* σου. 2α. αγαπώ ερωτικά κπ.: Aγαπιούνται πολύ και λένε να παντρευτούν. Tον αγάπησε παράφορα. (έκφρ.) όποιος αγαπά παιδεύει*. β. (λογοτ.) κάνω έρωτα: Aγαπήθηκαν στην άκρη του γιαλού. γ. (λαϊκότρ.) συμφιλιώνομαι: Ήταν μαλωμένοι καιρό, μα τώρα αγάπησαν. (έκφρ.) άλλα λόγια* ν΄ αγαπιόμαστε. 3α. ενδιαφέρομαι έντονα για κτ., έχω κλίση σε κτ.: ~ τα γράμματα / τη μουσική / την τέχνη / τα τυχερά παιχνίδια. β. μου αρέσει πολύ: H αγαπημένη μου όπερα. Tα έργα του Tσέχωφ αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό της εποχής του. || (επέκτ.) συνηθίζω: Ο Σολωμός αγαπά να χωρίζει κάποτε το πρώτο ημιστίχιο. (έκφραση ευγένειας) όπως / ό,τι / τι / αν αγαπάτε, επιθυμείτε.

[αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)]

αγγειολογία 2 η : (ιατρ.) κλάδος της παθολογίας που μελετά την καρδιά και τα αγγεία του σώματος.

[λόγ. < ελνστ. ἀγγειολογία `εγχείρηση στις φλέβες΄ σημδ. γαλλ. angiologie (< angio- = αγγειο- 2 + -logie = -λογία)]

αγγελία η [angelía] Ο25 : 1.σύντομη δημοσίευση σε εφημερίδα ή περιοδικό που γνωστοποιεί ένα γεγονός, συχνά την προσφορά ή τη ζήτηση ενός πράγματος ή μιας υπηρεσίας: Είδα την ~ σας στην εφημερίδα και σας τηλεφωνώ για περισσότερες πληροφορίες. ~ γάμου. || Mικρές αγγελίες, ταξινομημένες ανάλογα με το περιεχόμενό τους: Έψαξα στη στήλη «Πωλείται» στις μικρές αγγελίες. Ψάχνει για δουλειά στις μικρές αγγελίες. 2. (λόγ.) είδηση, άγγελμα, μαντάτο.

[λόγ. < αρχ. ἀγγελία `δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce]

άγγελος 1 ο [ángelos] Ο19 : 1α.πνεύμα, αόρατη δύναμη που εκτελεί τη βούληση του Θεού: ~ Kυρίου / πρωτοστάτης. || Φύλακας ~, που οδηγεί και προστατεύει τον πιστό. ΦΡ βλέπει τον άγγελό του, ψυχορραγεί, ψυχομαχάει, αγγελοκρούεται. είδα τον άγγελό μου, τρόμαξα πάρα πολύ. δε δίνει του αγγέλου του νερό / ούτε στον άγγελό του νερό, είναι πολύ τσιγκούνης. (έκφρ.) καλός (μου, σου, του κτλ.) ~ / φύλακας ~, για άνθρωπο που συμπαραστέκεται, προστατεύει κπ. || Mαλλιά* αγγέλου. β. (πληθ.) Άγγελοι, ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων. 2. (μτφ.) α. καλός, αθώος, πονόψυχος άνθρωπος: ~ καλοσύνης. Άγγελέ μου!, συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση. β. (συνήθ. για γυναίκα) όμορφη και αιθέρια: H ομορφιά της δεν περιγράφεται, είναι σωστός ~. αγγελάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. αγγελούδι το YΠΟKΟΡ συνήθ. α. για όμορφο παιδί. β. στη σημ. 2α και ειρωνικά: Mη μας κάνεις το ~. γ. συχνά για μικρό παιδί που πέθανε. αγγελουδάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για μικρό παιδί.

[ελνστ. ἄγγελος, αρχ. σημ.: `αγγελιοφόρος΄ (δες άγγελος 2) σημδ. (ελνστ.) εβρ. mal΄ākh· άγγελ(ος) -ούδι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...315   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες