Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σελήνιο
1 εγγραφή
σελήνιο το [selínio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) χημικό στοιχείο που ανήκει στην ομάδα του οξυγόνου του περιοδικού συστήματος.

[λόγ. < νλατ. selenium < αρχ. Σελήν(η) -ium = -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες