Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρέγγα
1 εγγραφή
ρέγγα η [réŋga] Ο25α : 1.είδος ψαριού που ζει στις βόρειες θάλασσες: H Ελλάδα εισάγει καπνιστή ~ από τη Nορβηγία. ΦΡ είναι να τον κλαιν κι οι ρέγγες, για κπ. που έχει αξιοθρήνητη όψη ή βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. 2. (λαϊκ., μτφ.) για γυναίκα αδύνατη και άσχημη.

[βεν. renga]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες