Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόρτα
4 εγγραφές [1 - 4]
πόρτα 1 η [pórta] Ο25 : 1α. μηχανισμός, συνήθ. με τη μορφή μιας κινητής, παραλληλόγραμμης κάθετης πλάκας (από ξύλο, μέταλλο, γυαλί κτλ.), η οποία, στηριγμένη σε μεντεσέδες, κλείνει ένα άνοιγμα, μια είσοδο, μια δίο δο: Ξύλινη / σιδερένια / γυάλινη / συρόμενη / πτυσσόμενη / περιστρεφόμε νη / μονόφυλλη / δίφυλλη ~. Tο φύλλο / το πόμολο / η κλειδαριά / το μάτι / ο μεντεσές της πόρτας. Aνοίγω / κλείνω / κλειδώνω / αμπαρώνω / χτυπάω / παραβιάζω / σπάζω την ~. H ~ είναι ανοιχτή / μισάνοιχτη / κλειστή / κλειδωμένη / ξεκλείδωτη. Aκούστηκε το τρίξιμο / το άνοιγμα / το κλείσιμο μιας πόρτας. H ~ της κουζίνας / της ταράτσας / του υπογείου. Έριξε ένα σημείωμα κάτω απ΄ την ~. Έφυγε θυμωμένος χτυπώντας την ~ πίσω του. (έκφρ.) ~ ~, από πόρτα σε πόρτα, από σπίτι σε σπίτι: Πουλάω κτ. ~ ~. Mοίρα ζε διαφημιστικο υλικό ~ ~. || ~!, (οικ.) επιφωνηματι κά για να δηλώσει ο ομιλητής ενόχληση, όταν κάποιος αφήνει την πόρτα ανοιχτή. ΦΡ και εκφράσεις δείχνω* σε κπ. την ~. βρίσκω τις πόρτες κλειστές, συναντώ άρνηση, δε με βοηθούν, δε με στηρίζουν. βρίσκω τις πόρτες ανοιχτές, βρίσκω βοήθεια, υποστήριξη. ανοίγουν οι πόρτες για κπ., δημιουργούνται δυνατότητες, ευκαιρίες, προοπτικές για κπ. χτυπώ πόρτες / την ~ (κάποιου), απευθύνομαι σε κπ. και ζητώ κτ., παρακαλώ κπ. για κτ.: Xτύπησε πολλές πόρτες (για βοήθεια) αλλά δε βρήκε ανταπόκρι ση. χτυπώ λάθος ~, απευθύνομαι (συνήθ. για βοήθεια) σε ακατάλληλο πρόσωπο. κτ. μου χτυπάει την ~, μου εμφανίζεται, μου παρουσιάζεται. κλείνω την ~ (στα μούτρα κάποιου / κατάμουτρα σε κπ.), ως ένδειξη οργής, ενόχλησης ή με διάθεση να τον προσβάλω. μπαίνω από την πίσω ~ κάπου, καταλαμβάνω μια θέση, πετυχαίνω κτ. με πλάγια μέσα, με αντικανονικές διαδικασίες. τον διώχνεις απ΄ την ~ και μπαίνει απ΄ το παράθυρο*. έξω από την ~ μου, πολύ κοντά μου. πίσω από κλειστές πόρτες, μυστικά, κρυφά, με αποκλεισμό της δημοσιότητας. δυο πόρτες έχει η ζωή, για τη γέννηση και το θάνατο. ΠAΡ Στου κουφού* την ~ όσο θέλεις βρόντα. (γνωμ.) όταν η φτώχεια μπαίνει απ΄ την ~, ο έρωτας φεύγει απ΄ το παράθυρο, η φτώχεια, η ανέχεια φθείρει, σκοτώνει τον έρω τα. || (προφ.) ο πορτιέρης σε κέντρο διασκέδασης. ΦΡ (λαϊκ.) φάγαμε ~, δε μας επέτρεψαν να μπούμε σε κέντρο διασκέδασης. β. ο αντίστοιχος μηχανισμός σε οχήματα, σε αεροσκάφη κτλ., που επιτρέπει την επιβίβαση, την άνοδο ή την κάθοδο: H άνοδος / η επιβίβαση γίνεται από την μπροστινή ~ του λεωφορείου, η κάθοδος / η αποβίβαση από την πίσω ~. Aυτοκίνητο με τρεις / με τέσσερις / με πέντε πόρτες. Δεξιά / αριστερή / μπροστινή / πίσω ~. || για σπίτι, διαμέρισμα, κατοικία: Mένει μια ~ παρακάτω. Xτυπήστε στη διπλανή ~. 2. άνοιγμα που κλείνει συνήθ. με μια πόρτα1: H βιβλιοθήκη δε χωράει να περάσει από την ~. Mια λεπτή σιλουέτα εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Άνοιξαν μια ~ στον τοίχο για να επικοινωνούν οι δύο χώροι. πορτάκι το YΠΟKΟΡ. πορτούλα η YΠΟKΟΡ. πορτίτσα η YΠΟKΟΡ. πορτάρα η MΕΓΕΘ.

[ελνστ. πόρτα < λατ. porta `καστρόπορτα΄ & ιταλ. porta `πόρτα σπιτιού΄· πόρτ(α) -ούλα, -ίτσα, -άρα]

πόρτα 2 η : α. (πληθ.) παιχνίδι στο τάβλι: Tον κέρδισα στις πόρτες αλλά έχασα στο πλακωτό. β. (εν.) συνδυασμός από τουλάχιστον δύο πούλια, στο τάβλι: Kάνω ~.

[< πόρτα 1]

πορταμέντο το [portaménto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) η ομαλή και ευκρινής μετάβαση (της φωνής ή έγχορδου οργάνου) από ένα φθόγγο σε άλλο, με εξάντληση όλης της χρωματικής κλίμακας.

[ιταλ. portamento]

πορτατίφ το [portatíf] Ο (άκλ.) : μικρό κινητό φωτιστικό, που συνήθ. τοποθετείται πάνω σε τραπέζι, γραφείο, κομοδίνο ή σε άλλο έπιπλο: Δίπλα στο κρεβάτι μου έχω ένα ~. Kάηκε η λάμπα του ~. πορτατιφάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. portatif `που μεταφέρεται΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες