Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προφήτης
1 εγγραφή
προφήτης ο [profítis] Ο10 θηλ. προφήτισσα [profítisa] Ο27 στη σημ. β : α. (θρησκειολ.) θεόπνευστο πρόσωπο που προλέγει στους ανθρώπους τα μέλλοντα και που αποκαλύπτει τις θείες βουλήσεις: Ο ~ Hσαΐας είναι ένας από τους τέσσερις μεγάλους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. || Προφήτης, ο Mωάμεθ (για τους μουσουλμάνους). β. χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει την ικανότητα να προλέγει γεγονότα που αφορούν συνήθ. το απώτερο μέλλον. || (ειρ.) αυτός που κάνει προβλέψεις που στηρίζονται περισσότερο στη φαντασία και λιγότερο σε κάποια πραγματικά δεδομένα: Διαψεύστηκαν όλοι οι σύγχρονοι προφήτες. ~ είμαι; πώς θέλεις να ξέρω τι θα γίνει; Δε χρειάζεται να είσαι ~ για να καταλάβεις τι θα συμβεί, για κτ. προφανές. ΠAΡ έκφρ. ουδείς ~ στον τόπο του, για να δηλώσουμε ότι πολύ δύσκολα αναγνωρίζεται η αξία κάποιου στη χώρα του ή στον κύκλο των γνωστών του. ΦΡ μετά Xριστόν ~, χλευαστικά, όταν αμφισβητούμε ή αρνούμαστε τη σοβαρότητα των προβλέψεων κάποιου. απ΄ αυτόν κρέμονται όλοι οι νόμοι* και οι προφήτες. αυτός ξέρει όλους τους νόμους* και τους προφήτες.

[λόγ.: α: αρχ. προφήτης· β: σημδ. γαλλ. prophète (στη νέα σημ.) < υστλατ. propheta < αρχ. προφήτης· λόγ. προφήτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες