Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πριόνι
7 εγγραφές [1 - 7]
πριόνι το [prióni] Ο44 : 1. χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα που τίθεται σε παλινδρομική ή σε συνεχή κίνηση με τα χέρια ή με μηχανικά μέσα και που χρησιμοποιείται για την κοπή ξύλων, μετάλλων ή άλλων σκληρών αντικειμένων: Λαβή / δόντια πριονιού. Hλεκτρικό / μηχανικό ~. Xειρουργικό / οδοντιατρικό ~, ειδικά ιατρικά εργαλεία. 2. (προφ.) το πριονιστήριο. πριονάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ελνστ. πριόνιον υποκορ. του αρχ. πρίων]

πριονίδι το [prioníδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : λεπτά κομμάτια που παράγονται από το κόψιμο (κυρ. ξύλου) με πριόνι: Tο πάτωμα του ξυλουργείου ήταν γεμάτο πριονίδια.

[πριόν(ι) -ίδι]

πριονίζω [prionízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κόβω κτ., δουλεύω με πριόνι: Πριόνισε τα κάγκελα του κελιού και απόδρασε από τη φυλακή. Aπ΄ το πρωί πριονίζει στο εργαστήριο. 2. (μτφ.) φθείρω, αποδυναμώνω κπ. ή κτ. αργά και μεθοδικά: ~ τις αρμοδιότητες κάποιου. ΦΡ ~ τα πόδια κάποιου, τον φθείρω, τον αποδυναμώνω, ώστε να καταρρεύσει. πριονίζει το κλαδί`* στο οποίο κάθεται.

[μσν. πριονίζω < πριόν(ι) -ίζω]

πριόνισμα το [priónizma] Ο49 : η ενέργεια του πριονίζω. 1. το κόψιμο με πριόνι: Tο πόδι του τραπεζιού θέλει ~. 2. (μτφ.) η αργή, μεθοδική φθορά, αποδυνάμωση.

[πριονισ- (πριονίζω) -μα]

πριονιστήριο το [prionistírio] Ο42 : 1. εργαστήριο με μηχανικά πριόνια: Οι κορμοί των δέντρων κόβονται στο ~ και γίνονται καδρόνια ή σανίδες. 2. η πριονοκορδέλα.

[λόγ. πριονισ- (πριονίζω) -τήριον]

πριονιστής ο [prionistís] Ο7 : αυτός που έχει ειδικευτεί στη χρήση του πριονιού.

[λόγ. πριονισ- (πριονίζω) -τής]

πριονιστός -ή -ό [prionistós] Ε1 : 1. που τον δούλεψαν, τον επεξεργάστηκαν με πριόνι. 2. που έχει δόντια, εγκοπές, όπως το πριόνι.

[πριονισ- (πριονίζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες