Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιάτο
2 εγγραφές [1 - 2]
πιάτο το [pxáto] Ο39 : 1. επιτραπέζιο σκεύος στρογγυλού σχήματος στο οποίο σερβίρεται και από το οποίο τρώγεται το φαγητό: Bαθύ / ρηχό / μικρό / μεγάλο / πήλινο ~. Πλένω / σαπουνίζω / σκουπίζω τα πιάτα. Σερβί τσιο πιάτων. (Διακοσμητικό) ~ του τοίχου. Έπεσε ένα ~ κι έσπασε. Στα λαϊκά κέντρα συνηθίζουν να σπάζουν πιάτα, όταν έρχονται στο κέφι. ΦΡ στο ~, για κτ. που είναι έτοιμο, που έχει ετοιμαστεί από κπ. άλλο: Tα θέλει όλα στο ~, τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος. 2. η ποσότη τα ή και η ποικιλία τροφής που περιέχεται σε ένα πιάτο: Πρώτο / δεύτερο / κρύο* ~. Έφαγε δυο πιάτα φαΐ. || Tο ~ της ημέρας, συγκεκριμένο φαγη τό, που σερβίρει ένα εστιατόριο κατά προτίμηση μια καθορισμένη μέρα. Στη γιορτή του έβγαλε ~, πρόσφερε πιάτο με ποικιλία φαγητών. ΦΡ για ένα ~ φαΐ, πάμφθηνα, πολύ κάτω από την αξία: Πούλησε τα κοσμήματά της για ένα ~ φαΐ, γιατί είχε ανάγκη. 3. (μτφ.) ονομασία διάφορων αντικειμένων που το σχήμα τους μοιάζει με πιάτο. α. (μουσ.) ονομασία κρουστών οργάνων· κύμβαλο. β. εξάρτημα της ρόδας του αυτοκινήτου· τάσι. γ. είδος κεραίας για δορυφορική λήψη. 4. (ως επίρρ., οικ.) για να δηλώσουμε την πανοραμική θέα που έχουμε από ένα συγκεκριμένο υψηλό σημείο: Aνεβήκαμε στον πύργο του Άιφελ και είδαμε ~ όλο το Παρίσι. πιατάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στις σημ. 1, 2.

[αντδ. < ιταλ. piatto < λατ. *platus < αρχ. πλατύς]

πιατοθήκη η [pxatoθíi] Ο30 : έπιπλο ή ειδική κατασκευή στην κουζίνα, όπου τοποθετούνται, φυλάγονται τα πιατικά.

[λόγ. πιάτ(ο) -ο- + -θήκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες