Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιουσία η [periusía] Ο25 : 1. το σύνολο των υλικών αγαθών που ανήκουν σε ορισμένο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό)· (πρβ. υπάρχοντα): Kινητή / ακίνητη ~. Mικρή / μεγάλη ~. Πουλώ / αυξάνω / χάνω / κληροδοτώ / αφήνω την ~ μου. Kάνω ~, πλουτίζω. 2. (μτφ.) για ό,τι πολύτιμο και μη υλικό έχει κάποιος (π.χ. προσόν, γνώση, ικανότητα κτλ.): ~ άλλη δεν είχε, παρά μόνο την τέχνη του.
[λόγ. < ελνστ. περιουσία `προσωπικοί πόροι΄, αρχ. σημ.: `αφθονία, περίσσευμα΄]
- περιουσιακός -ή -ό [periusiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην περιουσία κάποιου: H περιουσιακή κατάσταση κάποιου. Περιουσιακά στοιχεία κάποιου, όσα αποτελούν την περιουσία του.
[λόγ. περιουσί(α) -ακός]
- περιούσιος -α -ο [periúsios] Ε6 : ~ λαός, ο εκλεκτός, ο αγαπητός λαός του Θεού, συνήθ. για τους Εβραίους στην Παλαιά Διαθήκη.
[λόγ. < ελνστ. περιούσιος]