Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πενήντα
10 εγγραφές [1 - 10]
πενήντα [penínda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. δηλώνει ένα σύνολο από πενήντα (50) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. Ύψος ~ μέτρων. Bάρος ~ κιλών. || (αντί του τακτικού πεντηκοστός): Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ~. 2. (ως ουσ.) το πενήντα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει εκατό. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό πενήντα: Ο ασθενής / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο πενήντα. Kερδίζει ο λαχνός ~. γ. το ~ (΄50), αντί 1950: H δεκαετία / η γενιά του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία πενήντα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπή κε στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[μσν. πενήντα < ελνστ. πεντήντα (προφ. [pendínda] με ανομ. αποβ. του πρώτου [d] ) < αρχ. πεντήκοντα (απλολ. [ndikond > ndind] )]

πενηντάδραχμο το [penindáδraxmo] Ο41 : πενηντάρικο, πεντηκοντάδραχμο.

[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του πεντηκοντάδραχμον κατά το πεντήκοντα > πενήντα]

πενηντάλεπτος 1 -η -ο [penindáleptos] Ε5 : που διαρκεί πενήντα λεπτά: Πενηντάλεπτο μάθημα. || (ως ουσ.) το πενηντάλεπτο, χρονικό διάστημα πενήντα λεπτών.

[λόγ. πενήντα + λεπτ(όν) 2 -ος]

πενηντάλεπτος 2 -η -ο : (παρωχ.) που έχει αξία ίση με πενήντα λεπτά της δραχμής. || (ως ουσ.) το πενηντάλεπτο, μικρό νόμισμα αξίας πενήντα λεπτών· πενηνταράκι.

[λόγ. πενήντα + λεπτ(όν) 1 -ος]

πενηνταράκι το [penindaráki] Ο44α : 1. (παρωχ.) μικρό νόμισμα αξίας πε νήντα λεπτών ή μισής δραχμής· πενηντάλεπτο. 2. (συνήθ. για οινοπνευματώδη ποτά) ποσότητα πενήντα γραμμαρίων (ή, παλαιότερα, πενήντα δραμιών της οκάς), καθώς και το ανάλογο δοχείο: Ήπιε ένα ~ ούζο. 3. (προφ.) μηχανάκι πενήντα κυβικών· πενηντάρι3.

[πενήντ(α) -αράκι]

πενηντάρης ο [penindáris] Ο11 θηλ. πενηντάρα [penindára] Ο25α : για πρόσωπο που έχει ηλικία (περίπου) πενήντα ετών. || (ως επίθ.) πενηντάχρονος.

[πενήντ(α) -άρης· πενηντάρ(ης) -α]

πενηντάρι το [penindári] Ο44 : σύνολο από πενήντα ομοειδείς μονάδες. 1. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Δίνω ένα ~ το μήνα. 2. νόμισμα, χαρτονόμισμα ή κέρμα αξίας πενήντα δραχμών· πενηντάρικο, πενηντάδραχμο. 3. (προφ.) μηχανάκι πενήντα κυβικών· πενηνταράκι3.

[πενήντ(α) -άρι]

πενηνταριά η [penindarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου πενήντα: Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές / σελίδες.

[πενήντ(α) -αριά]

πενηντάρικο το [penindáriko] Ο41 : νόμισμα, χαρτονόμισμα ή κέρμα αξίας πενήντα δραχμών· πενηντάρι, πενηντάδραχμο.

[πενήντ(α) -άρικο]

πενηντάχρονος -η -ο [penindáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια πενήντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) πενήντα ετών. || (ως ουσ.) ο πενηντάχρονος, θηλ. πενηντάχρονη, ο πενηντάρης. γ. (ως ουσ.). τα πενηντάχρο να, η επέτειος για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από κάποιο γεγονός.

[λόγ. πενήντα + -χρονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες